Γράφει η Μ.
Απόγευμα στην παραλιακή. Κάθομαι και παρακολουθώ τον κόσμο που περνάει. Πολύς κόσμος. Πολλά ζευγάρια, πολλοί μόνοι. Το βλέμμα μου πέφτει σ’ ένα ζευγάρι που στέκεται αγκαλιασμένο ώρα. Παρατηρώ τα χέρια τους και το πόσο αγαπημένα τα ‘χουν μπλέξει. Παρατηρώ τα μάτια τους και το πόσο σφιχτά τα ‘χουν κλείσει. Λες κι άμα τ’ ανοίξουν, ο άνθρωπός τους θα ‘χει φύγει.
Κάνουν μισό βήμα πίσω, να ξεφύγουν απ’ την αγκαλιά. Κοιτιούνται για λίγο, σκάνε δυο άχαρα χαμόγελα και στο τέλος μένει ο ένας, να κοιτάζει την πλάτη του άλλου έτσι όπως φεύγει. Θα γυρίσει, σκέφτομαι. Θα γυρίσει, δεν μπορεί.
Κι όση ώρα κι αν έκατσα να περιμένω, δεν είδα γυρισμό. Δε γυρίζουν οι άνθρωποι, σκέφτομαι. Δείχνουν τις πλάτες τους και δεν κοιτάνε πίσω. Χωριστά συνεχίζουν. Έστω κι αν το χώρια πονάει πιο πολύ απ’ το μαζί. Είναι εγωιστές οι άνθρωποι, δεν τους αρέσει να θίγονται. Τα «θέλω» τους δεν μπαίνουν σε καλούπια. Κι αν τύχει και μπουν, τους πιάνει φόβος κι απομακρύνονται.
Δε θα μείνουν πίσω για δυο ωραία μάτια, έστω κι αν κρύβουν υποσχέσεις. Δε θα μείνουν εκεί που το αβέβαιο είναι καθημερινότητα, έστω κι αν επένδυαν σ’ αυτό τόσο καιρό. Στην ασφάλεια θα τρέξουν. Στην ασφάλεια και στη βολή τους. Κι εκεί θα πειστούν ότι είναι ευτυχισμένοι. Εκεί θα πειστούν ότι αγαπάνε. Εκεί θα πειστούν ότι δεν τους λείπει τίποτα. Θα μάθουν οι άνθρωποι. Θα μάθουν στη σιγουριά, θα μάθουν στη συνήθεια. Κι είναι δύσκολο να ξεφύγουν, αλήθεια. Πώς να ξεφύγουν; Δεν μπορούν.
Κι εγώ που δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω απ’ το να χαζεύω αγνώστους, σκέφτομαι αυτό το «χωριστά» και σφίγγεται το μέσα μου. Είναι άδικο, λέω. Να υπάρχουν άνθρωποι που χώρια δεν μπορούσαν και που τώρα μόνο οι πλάτες τους κοιτιούνται. Που το «λείπω» του ενός έχει γίνει καθημερινότητα του άλλου. Που η απουσία και των δυο είναι το μόνο τους κοινό. Και που περνάνε οι ζωές τους σαν τεμνόμενες ευθείες. Συναντήθηκαν για μια φορά, σταμάτησαν για λίγο και όταν οι πορείες τους ξαναξεκίνησαν, σχημάτισαν ένα «χ» τεράστιο.
Και πλέον συνεχίζουν σε διαφορετικές μεριές. Ποτέ να μην ξαναβρεθούν, ποτέ να μην ταυτίσουν πάλι τις ζωές τους. Να ‘ναι δύο άγνωστοι με ιστορία. Ν’ ακούνε εκείνο τ’ όνομα το παρελθοντικό σε μια κοινή παρέα και να κάνουν ότι δεν ένιωσαν τίποτα. Να κρυφτούν πίσω από μια καμουφλαρισμένη τυπικότητα και να βολευτούν ακόμη περισσότερο στη σιγουριά τους.
Να κάνουν πως δε νοιάζονται. Να πειστούν πως δε νοιάζονται. Να φτάσουν σε σημείο να αναρωτιούνται αν όντως νοιάστηκαν ποτέ τους. Αλήθεια, θέλω να ξέρω αν όντως νοιάστηκαν. Θέλω να ξέρω αν όλα εκείνα τα βλέμματα πήγαν στράφι.
Αν άξιζε ο χρόνος που σπαταλήθηκε, αν άξιζε ο άνθρωπος που αναλώθηκε. Αν μου ‘πρεπε να αναλωθώ, στην τελική. Αν εκτιμήθηκα. Αν η ευθεία μου είναι ίση με την τεμνόμενή της. Αν οι αποστάσεις απ’ την τομή μας είναι ίδιες. Αν κι οι δυο κάναμε την ίδια προσπάθεια να φτάσουμε στην αρχή και στο τέλος μας, συγχρόνως. Κι αν άξιζε να επικεντρωθούμε σ’ αυτά που μας χωρίζουν παρά σ’ αυτά που μας ενώνουν. Ή μάλλον σ’ αυτά που μας ένωναν τόσο καιρό.
Που δεν ήταν λίγα. Που ήταν πολλά. Κι αυτά τα πολλά θα ‘ναι εδώ, δε θα φύγουν. Όχι σαν εκείνον τον άνθρωπο στην παραλιακή, όχι σαν όλους τους περαστικούς. Σαν εμένα είναι αυτά τα πολλά.
Σαν εμένα, που είμαι εδώ και περιμένω, αυτήν την πλάτη που βλέπω, να γυρίσει.