Γράφει η Ταρσή
Θολωμένες σκέψεις τα παιχνίδια του μυαλού μου απόψε το βράδυ.
Αυτό το μυαλό τελικά γιατί να πρέπει να το αφήνω να δουλεύει τόσο γρήγορα; Γιατί να του επιτρέπω να τρέχει με σπασμένα φρένα ανεξέλεγκτο, χωρίς να βαστάω καν στα χέρια το τιμόνι; Γιατί να μην μπορώ να του φωνάξω «Σκάσε επιτέλους!»;
Είναι φορές που θέλω να πέσει σε αδράνεια, σε πρόσκαιρο κώμα, να σταματήσει να με τρελαίνει. Να αφήσει λίγο τα ηνία στο συναίσθημα και να παραδώσει την αρχηγία αμαχητί. Να πάρει δυο ανάσες και να μείνει στη γωνιά του κεφαλιού μου και γιατί όχι, έτσι για την αλητεία να το βάλω με το ένα του πόδι σηκωμένο, μόνο και μόνο για τις ταλαιπωρίες που με έκανε να περάσω.
Όσο το αφήνω να κυκλοφορεί ελεύθερο τόσο αυτό παίρνει τις σκέψεις και τις επεξεργάζεται, ούτε μία δε μου άφησε απείραχτη. Τους δίνει αυτό που ονομάζει «λογική υπόσταση» και με βάζει στο σκαμνί απέναντι για να με νουθετήσει. Γελάω. Μπαίνουν μωρέ όσα νιώθουμε σε νουθεσίες και καλούπια; Παίρνει άλλο σχήμα η καρδιά μας; Μπορώ να πω «σταμάτα κοριτσάκι μου να σκέφτεσαι» κι έτσι απλά αυτή να το κάνει; Μπορώ να μην τη μαζεύω κάθε φορά που τρώει τούμπες στην άσφαλτο για έναν έρωτα; Ή σάμπως μπορώ να την προετοιμάσω για όλα τα επόμενα που θα έρθουν;
Καρδιά και μυαλό. Η αιώνια πάλη των γιγάντων. Μια κλεψύδρα που τη γυρίζεις και μετράει το χρόνο του καθενός από τα δύο. Η μεριά του μυαλού τρέχει γρήγορα, απλώνοντας και αναλύοντας φιλοσοφίες. Και κάπου εκεί πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει σαν διανοούμενη εποχής, να περηφανεύομαι για την απόλυτη λογική, αναλύοντας την τέχνη του να οργανώνεις, να συντονίζεις και να ταξινομείς συναισθήματα με βάση την προσωπική ευημερία και γαλήνη. Να σκέφτομαι με γνώμονα τη λογική και να μετράω με χάρακα και μοιρογνωμόνιο τα ορθά και καλώς καμωμένα.
Και δε μου αρέσω ούτε εμένα στην ίδια, που με φτάνω σε σημείο να φιλτράρω -ευτυχώς ελάχιστες- στιγμές, ακόμη και το χαμόγελό μου. Να νιώθω πως κάνω σκόντο στην ίδια μου την καθημερινότητα. Και τότε ξυπνάω και γυρίζω γρήγορα την κλεψύδρα μου από την άλλη πλευρά. Ναι, εκείνη των συναισθημάτων. Και τώρα μου λέω «Εδώ είσαι. Άραξε».
Μείνε χωρίς να κάνεις κανένα σκόντο στα συναισθήματά σου. Και παίξε. Με τον έρωτα, το πάθος κι όλα τα όμορφά τους. Και με τα δύσκολα. Τον πόνο, τη θλίψη, την απώλεια. Χωρίς σκέψη. Ποιες σκέψεις χωράνε άλλωστε σε όσα διατάζει το μέσα μας; Πώς να τολμήσω να φυλακίσω την ελευθερία που ψάχνει τη δικαίωση του ορισμού της. Φεύγω με φόρα και αν είμαι τυχερή θα διανύσω όσο πιο μεγάλη διαδρομή αντέξω πριν σκάσω πάνω στον τοίχο και είμαι σίγουρη πως θα πέσω με τα μούτρα, αλλά δεν το μετανιώνω δευτερόλεπτο. Μικρό διάλειμμα για αναπλήρωση δυνάμεων και όταν αναρρώσω ξανά και από την αρχή.
Όλα τα συναισθήματα είναι άνευ σκέψης. Παραγκωνίζω το μυαλό μου και οι πράξεις, οι αποφάσεις και οι ενέργειές μου δεν κάνουν δεύτερους συλλογισμούς. Αυτό τελικά κοριτσάκι μου είναι ευτυχία. Ο τρόπος να ζεις ακόμη και μέσα από τα άσχημα ό,τι εσύ έχεις αποφασίσει. Και ίσως τελικά ο έρωτας, ο πόνος, το πάθος και η θλίψη να γίνονται μια παρέα και να σταματάνε το χρόνο. Μείνε εκεί λοιπόν και άσε την κλεψύδρα ως έχει.