Γράφει η Χ.
Ακόμα ένα βράδυ που το μυαλό τρέχει. Σε σένα. Στα βράδια που δυο γυμνά κορμιά και μυαλά έγιναν ένα. Τότε που προχωρούσαμε μαζί στο σκοτάδι κι ας βγάζαμε φως σε κάθε μας χάδι κι επαφή. Γιατί τα σώματα είναι γυμνά μόνο όταν δε βρίσκονται στα κατάλληλα χέρια. Στα χέρια που τους ταιριάζουν.
Σαν να μου ήσουν ήδη γνώριμος από μια άλλη ζωή κι επέστρεψες μια μέρα ξαφνικά στη δική μου. Σαν να έπρεπε να ‘ρθεις για να φύγεις πάλι ξαφνικά. Κι ας περάσαμε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μας, κι ας ήμασταν όλα τα πρώτα που ζήσαμε μαζί, ήσουν το μισό που θα έψαχνα σε 100 ζωές. Ήσουν η ωραιότερη ανάμνηση που θα πάρω μαζί μου όσες φορές κι αν ξαναρθώ.
Ζήσαμε τον τύπο της ευτυχίας που τρέμαμε να καταλάβουν οι γύρω μας. Μην μας τη χαλάσουν. Μην τη ζηλέψουν. Μην τη μολύνουν. Έτσι, της χτίσαμε ασπίδες από ατσάλι, να την κρατήσουμε δικιά μας. Κι ακόμα, κάθε που κλείνω τα μάτια ακούω χαμόγελα, τη φασαρία μας, το γέλιο σου. Μας βλέπω ξανά τόσο δικούς μας ενώ στην πραγματικότητα είμαστε πια μια ανάμνηση. Και θυμώνω που ο άτιμος χρόνος μου ξεθωριάζει την εικόνα σου.
Όλες οι φωτογραφίες μας γεμάτες χαμόγελα. Γεμάτες στιγμές. Και σκέφτομαι πως κανένας δε μας δείχνει το ενδιάμεσο που μεσολάβησε μέχρι την επόμενη χαρούμενη φωτογραφία. Κανένας δε βγάζει τα κλάματα. Κανένας δεν τα κοτσάρει –κι ας είχαν παραπάνω πιθανότητες να πάρουν τα like του κάθε πικραμένου. Κοτσάρουν μόνο την ευτυχία. Κι η αλήθεια είναι πως έχω να δω χαρούμενες δικές μας φωτογραφίες κάνα χρόνο τώρα.
Σε γούσταρα σε κάθε σου τρέλα και κάθε σου πίκρα. Σε ερωτεύτηκα όταν άκουσα για πρώτη φορά την καρδιά σου να χτυπά όταν με είχες κοντά σου. Κι όταν την άκουγα έτοιμη να τα σπάσει όλα και να ορμήσει στη δικιά μου, σ’ αγάπησα, ρε. Σ’ αγάπησα περισσότερο απ’ το καθετί. Και κάθε που το χέρι σου έσφιγγε το δικό μου όλα μπορούσαν να γίνουν. Εσύ μπροστά κι εγώ στο πλάι σου.
Αν μπορούσα να πάρω πίσω το χρόνο θα σ’ αγαπούσα ακόμα πιο πολύ. Κι ας μην υπήρχε περισσότερο απ’ όσο σου έδειξα. Θα νιώθω πάντα πως θα σου άξιζε ακόμη περισσότερο νοιάξιμο, παραπάνω προσοχή. Θα νιώθω πως ίσως να ήσουν διαφορετικός αν δε με έβρισκες στο διάβα σου. Ίσως να ήταν αλλιώς η ζωή σου. Και τόσο σ’ αγάπησα που θα θυσίαζα το «μαζί» που μου έδωσες, φτάνει να ήσουν κάπου εκεί έξω ευτυχισμένος και γερός.
Θα μου χρωστάς για πάντα μια ευτυχία που δε ζήσαμε. Θα μου χρωστάς αυτό το «μαζί» που αφήσαμε στη μέση. Θα μου χρωστάς τον εαυτό μου που έχασα απ’ την τελευταία φορά που σε είδα. Θα μου χρωστάς κάθε συναίσθημά μου που άδειασε τη μέρα που έφυγες.
Κι εγώ; Εγώ θα σου χρωστώ για πάντα τις ωραιότερες μέρες που μου χάρισες. Θα σου χρωστώ που ένιωσα σ’ αυτή τη ζωή το μεγαλείο να αγαπάς και να αγαπιέσαι, από αυτό το μισό που θα ψάχνεις απεγνωσμένα μέχρι να κλείσεις τα μάτια σ’ αυτή τη ζωή.