Γράφει η Ζωή.
Ποιο είναι άραγε αυτό, το ένα πράγμα, που ξεχωρίζεις σε κάποιον και σε κάνει να τον ερωτευτείς. Ποια κίνηση, ποιες λέξεις ή φράσεις πρέπει να βγουν απ’ το στόμα για να προσκαλέσουν την απέναντι πλευρά στον έρωτα; Τότε σκέφτομαι εσένα. Την πρώτη φορά που σε είδα, τις πρώτες στιγμές που μιλήσαμε. Προσπαθώ όλο αυτό που ένιωσα να το μετατρέψω σε λέξεις.
Με μαγνήτισε αμέσως το βλέμμα σου, ήταν τόσο έντονος ο τρόπος που με κοίταζες, σαν να απαιτούσες να σε προσέξω μ’ έναν αυταρχικό, καθολικό τρόπο, ο οποίος δε σήκωνε περιθώρια αντίδρασης. Είχες μόλις κερδίσει την πρώτη μάχη, δεν ήσουν ένας περαστικός ή κάποιος που τύχαινε να σταθεί κοντά μου, αλλά εκείνος που διεκδικούσε την προσοχή μου. Τότε ήταν που άρχισα κι εγώ να σε περιεργάζομαι, παρατήρησα το σχήμα του προσώπου σου, τα μαλλιά και τα ρούχα σου, τον τρόπο που στέκεσαι κι αναρωτήθηκα τι είδους τύπος είσαι. Έπειτα, επανήλθα στο βλέμμα σου, είχα πια αποκτήσει οικειότητα με αυτό κι ύστερα, μου χαμογέλασες. Τα χαρακτηριστικά σου άλλαξαν με μιας, έγιναν πιο φωτεινά και με έκαναν να θέλω να σε γνωρίσω.
Στις πρώτες μας κουβέντες δεν υπήρχε ίχνος αμηχανίας. Ξέραμε πολύ καλά τι θέλαμε και πώς θα το διεκδικούσαμε. Σίγουρα, δε θα ήταν μια απλή γνωριμία. Με μπόλικη δόση χιούμορ κι ατάκες, που μας προχωρούσαν σε άλλα θέματα, η ώρα περνούσε. Κυλούσε τόσο γρήγορα και μέσα μου ευχόμουν να σταματήσει. Δεν ήθελα ν’ απομακρυνθώ από εσένα κι όταν αυτό συνέβη, μετρούσα τις ώρες για να σε ξαναδώ. Ήθελα να ξημερώσει και να βρεθούμε πάλι μαζί.
Ένιωθα πως ανήκα δίπλα σου κι ας μην είχε συμβεί τίποτα ερωτικό μεταξύ μας, μόνο μικρά αγγίγματα και βιαστικές ενδείξεις τρυφερότητας, οι οποίες σταμάταγαν απότομα απ’ το φόβο της έκθεσης. Όταν ερχόταν η στιγμή κι οι δρόμοι μας ενώνονταν πάλι βλέμματα και χαμόγελα έπαιρναν φωτιά, γέμιζαν από συναισθήματα κι έφτιαχναν ένα δικό τους διάλογο, μυστικό, βουβό. Μπορεί να κάναμε ώρες να βρεθούμε ή λίγες μόνο μέρες κι έμοιαζε αιώνας. Ο ένας δεν άντεχε μακριά από τον άλλον κι έψαχνε αφορμή για να τον πλησιάσει.
Μέχρι να σε αποκαλέσω «δικό μου», πέρασε καιρός, αν κι εγώ έτσι σε έβλεπα από την πρώτη στιγμή. Ήσουν όλα τα υποκοριστικά του κόσμου, αρκεί να συνοδεύονταν από ένα «μου». Μια τόσο μικρή λέξη, με τόσο μεγάλη δύναμη.
Πιο πολύ απ’ όλα όμως ερωτεύτηκα τον τρόπο και τη στάση σου, το πώς επέλεγες να ζεις, να φέρεσαι, να μιλάς. Είχες μέσα σου καλοσύνη, τα αντιμετώπιζες όλα με ψυχραιμία και χαμόγελο και με έκανες να σε θαυμάζω γι’ αυτό. Ένα από τα πιο όμορφα συναισθήματα είναι ο θαυμασμός, να βλέπεις στον άλλον όσα ελπίζεις για εσένα και να χαίρεσαι που στέκεις δίπλα σ’ αυτόν τον άνθρωπο, που τον διεκδίκησες και τον κέρδισες.
Θαύμασα, λοιπόν, τη συμπεριφορά σου, πώς φερόσουν στους φίλους μου, με πόση άνεση γινόσουν ένα με την παρέα και λίγο αργότερα την οδηγούσες με τις πλάκες και τα αστεία σου. Μ’ έκανες να γελάω με την ψυχή μου και να καμαρώνω δίπλα σου. Στεκόμουν ένα βήμα πίσω και σ’ άφηνα να ηγηθείς. Όμως, δε με πείραζε.
Αυτά κι άλλα τόσο ερωτεύεσαι σε κάποιον, αυτά και περισσότερα ερωτεύτηκα εγώ σε σένα. Δεν ένιωσα ποτέ ανασφάλεια δίπλα σου, ούτε κατακλύστηκα από ερωτηματικά για τις προθέσεις σου. Με διεκδίκησες, χωρίς να τα παρατήσεις, με έφερες κοντά σου. Έγινες για μένα όλα όσα περίμενα καιρό.
Εσύ είσαι ο λόγος που χαμογελάω το πρωί και τα δικά σου μάτια επιλέγω να κοιτάζω για ώρες. Στέκομαι δίπλα σου χωρίς δεύτερες ή τρίτες σκέψεις κι εσύ μου δείχνεις τον καλύτερό σου εαυτό, χωρίς άμυνες κι εγωισμούς.