Γράφει η Χριστιάνα Παν.
Σαν παιδί πάντα ένιωθα διαφορετική. Μια οι παράξενες μπούκλες που είχα, μια η περιέργειά μου να τα μάθω όλα κι οι ατέλειωτες ώρες που περνούσα πεισματικά κάνοντας όσα μου έλεγαν πως δεν μπορώ να κάνω γιατί είμαι μικρή. Κάπως έτσι έφαγα το κεφάλι μου πάμπολλες φορές στην αλάνα της γειτονιάς. Θυμάμαι ακόμη την απόγνωση της μάνας μου όταν ερχόταν στο σχολείο να ρωτήσει για μένα και της έλεγαν πως δε σταματώ να μιλώ και να κάνω φασαρία.
Μεγαλώνοντας κοντά στα 16, μετά τους πρώτους ανούσιους πλατωνικούς έρωτες, ήρθε αυτός στη ζωή μου. Σε μια περίοδο όπου το messenger της εποχής μας λεγόταν Mirc, για όσους το θυμούνται ακόμη. Ξεκίνησαν όλα τυχαία. Έλεγες ηλικία ύψος και πώς είσαι εξωτερικά. Πόσες πλάκες είχαμε κάνει δηλώνοντας πάντα ό,τι μας ερχόταν στο νου. Όμως εκείνος απ’ το πρώτο λεπτό έβγαλε μια ειλικρίνεια που δεν άφηνε περιθώρια για χαζολογήματα.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, βρεθήκαμε και κάπως έτσι για τα επόμενα 16 χρόνια αφηγούμασταν τη γνωριμία μας. Σπουδές, ΚΤΕΛ κι ατέλειωτες διαδρομές για να συναντήσει ο ένας τον άλλο. Μαθηματικός αυτός, νηπιαγωγός εγώ, με μια φυσική αποστροφή στα μαθηματικά -όπως όλοι μας!
Θυμάμαι πάντα μου έλεγε ανάμεσα στις ατέλειωτες διαφωνίες που είχαμε πως ό,τι αγγίζουμε είναι μαθηματικά. Δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω πώς λειτουργούσε αυτή ψυχρή λογική. Ίσως για αυτό δεν έφυγα ποτέ από κοντά του, γιατί η κάθε μέρα μαζί του ήταν διαφορετική.
Σαν αντισυμβατικό πνεύμα ουδέποτε συμβιβαστικά με τη λογική «γάμος κι οικογένεια». Θεωρούσα το «για πάντα» μια αιωνιότητα. Έλεγα πως αν δυο άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί, ένα δαχτυλίδι κι όλη χαρτούρα που ακολουθεί είναι ανούσια. Κάπως έτσι κι δυο ήμασταν ευτυχισμένοι στον δικό μας κόσμο παρ’ όλα τα όνειρα των συγγενών για γλέντια τρικούβερτα. Έξαλλου, στα τόσα χρόνια ένα δακτυλίδι τι θα άλλαζε;
Όταν τα 30 μου κτύπησαν την πόρτα, μαζί τους έφεραν τις σκέψεις ενός παιδιού. Λες «γερνώ τι θα αφήσω πίσω μου σ’ αυτό το χάος που ζούμε». Δε φτάνει που παντρέψαμε όλους τους γνωστούς μια φορά, ξεκινήσαμε να τους παντρεύουμε και δεύτερη. Όταν είσαι νέος δε σκέφτεσαι ποτέ πως δεν υπάρχει χρόνος. Λες «έχουμε ακόμη» και μες στο μυαλό σου λες «όλα θα γίνουν, έχουμε την υγεία μας».
Λίγο πριν το ευχάριστο πολυπόθητο τέλος, το αναπάντεχο μας χτύπησε την πόρτα. Λίγες μέρες πριν τα 35 του χρόνια τον χάσαμε ξαφνικά, μια μέρα όπως όλες τις υπόλοιπες. Ξεκινώντας με τα ίδια χαζά μας αστεία, τα σχέδιά μας για το πού θα αράζαμε το βράδυ κι ένα «σ’ αγαπώ, θα σε δω σε λίγο» που δεν ήρθε ποτέ.
Δεν ξεχνάς ποτέ τη στιγμή που συνέχισε να χτυπά η δική σου καρδιά όταν η δική του σταμάτησε. Δεν ξεχνάς ποτέ πως τίποτα γύρω σου δεν ήταν το ίδιο ζεστό και γνώριμο χωρίς αυτόν. Κι ο κόσμος; Οι φίλοι; Οι γνωστοί; Δεν υπάρχουν οδηγίες στη ζωή. Μόνο που όσοι επέλεξαν να βαδίσουν μαζί μου αυτό το δρόμο το έκαναν με την καρδιά τους. Σε αυτές τις δύσκολες μέρες σιωπηλά ήταν εκεί. Μεγαλύτερη ευλογία δεν έχει από δυο χέρια φιλικά να σε κλείσουν.
Θα ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, λένε, θα το δεις. Μα κι αν ακόμα ποτέ δε γίνει, εγώ θα είμαι ευτυχισμένη έχοντας ζήσει αυτά που έζησα κοντά του. Και τι ήμασταν; Δυο παιδιά που πάλεψαν να είναι μαζί στο εύκολο αυτού του κόσμου. Που λέγαμε «σ’ αγαπώ» μετά από τόσα χρόνια κι ακόμα το εννοούσαμε σαν εκείνη την πρώτη φορά που το είπαμε δειλά πίσω απ’ τις οθόνες του –ασπρόμαυρου τότε– κινητού μας.
Υπάρχει αγάπη εκεί έξω. Πραγματική, αληθινή και ατόφια. Κι όσο κι αν πεθυμώ τα χέρια του όταν γλιστρούσα τα δικά μου, για να του σφίξω το χέρι κάθε φορά που φοβόμουν, όσο κι αν μου λείπει αυτή τεράστιά του αγκαλιά, θα είμαι πάντα ευγνώμων για την αλήθεια που ζήσαμε. Και ξέρω βαθιά μέσα μου πως οι άνθρωποι που πάλεψαν κι αγαπήθηκαν τόσο πολύ θα ξαναβρεθούν.