Γράφει η Κ.

Πρώτη φορά σε είδα λίγο πριν κλείσω τα 18. Ακόμα τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα. Ήταν ένα κυριακάτικο πρωινό που ξύπνησα στραβά και φόρεσα ό,τι βρήκα μπροστά μου. Οκτώβρης πρέπει να ‘ταν. Πήγα στη στάση να πάρω το λεωφορείο γιατί είχα μάθημα στο φροντιστήριο, ενώ είχα ήδη ψιλοαργήσει και ήλπιζα να γλιτώσω την γκρίνια του καθηγητή. Μπήκα και κάθισα στην πρώτη θέση που παρατήρησα να ‘ναι κενή. Δεν πήρα καν χαμπάρι πού καθόσουν. Το μόνο που είδα είναι εσένα να με πλησιάζεις με απαράμιλλο θάρρος για να με ρωτήσεις τάχα μου κάτι. Κάτι άσχετο, από εκείνες τις δικαιολογίες που φωνάζουν από χιλιόμετρα πως είναι αφορμές. Ήθελες μονάχα να με γνωρίσεις κι έπαιξα το παιχνίδι σου, γιατί είχε τη δική του γοητεία.

Έχει αρχίσει να σβήνεται σταδιακά το σκηνικό εκείνο απ’ τη μνήμη μου. Μονάχα εσύ έχεις μείνει να με κοιτάς με τα λαμπερά σου μάτια. Τα λακκάκια στα μάγουλα σου την ώρα που μου χαμογελούσες με συνεπήραν και έμεινα να σε χαζεύω. Μου κέντρισες το ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να στο κρύψω πια. Μου άρεσε που υπήρχε κι επόμενη φορά, που δε χαθήκαμε παραμένοντας δυο άγνωστοι, που σε ξανασυνάντησα. Τότε που οι λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα μου αβίαστα σχηματίζοντας προτάσεις, κάναμε μια ανασκόπηση στην ως τότε ζωή μας επικυρώνοντας τη γνωριμία μας.

Ύστερα, πλάι στη θάλασσα, περπατήσαμε αλώβητοι απέναντι στο φθινοπωρινό αεράκι που είχε μια εσάνς αλμύρας, όπως το πρώτο μας φιλί. Σε ένα σοκάκι γραφικό, μα κάπως απόμερο. Άρχισε το βήμα σου να είναι πιο βραδύ. Με κοίταξες και γέλασες. Μου έπιασες το χέρι. Ένιωσα τη νευρικότητα που είχες, σχεδόν έτρεμες. Με πλησίασες και στιγμιαία ζέστανε η ανάσα σου το μάγουλό μου. Κι έπειτα οι ανάσες μας ενώθηκαν. Τα χείλη μας μαγνητίστηκαν και οι γλώσσες μας είπαν όσα δεν είχαμε πει εμείς μέχρι εκείνη την ώρα. Ζήσαμε σε μια στιγμή μια αγάπη.

Εκείνο το φιλί υπάρχει μέχρι και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, πολύ καθαρά στον νου μου. Μου δίνει κουράγιο κάθε φορά που με πνίγει ένας λιγμός. Είναι η σύνδεση που έχουμε. Νιώθεις κι εσύ πως είναι τόσο δυνατό; Τι κι αν μας χωρίζει γη και θάλασσα; Τι κι αν έχω να σε δω κι εγώ δε θυμάμαι πόσο; Τι κι αν προχωρήσαμε κι οι δύο; Κάθε φορά που σε χρειάζομαι είσαι εκεί κι εγώ και μόνο στη σκέψη πως κάπου υπάρχεις παίρνω κουράγιο. Είσαι ο φύλακας άγγελός μου. Η παρουσία σου είναι πνευματική και ορισμένες φορές διαδικτυακή. Όμως έρχεσαι κοντά μου και όταν έχω ανάγκη να νιώσω και πάλι δυνατή, ξαναζώ τη γνωριμία μας.

Κι όταν έρχεται φθινόπωρο, από καμιά Κυριακή που νιώθω μοναξιά, παίρνω το λεωφορείο κι επιδιώκω να κάτσω στην ίδια θέση. Τότε φαντάζομαι πως θα σε ξανασυναντήσω μέχρι να κατέβω στη στάση που κατέβηκα και τότε. Κι αν δεν έρθεις εκείνη τη μέρα με πείθω πως δεν ήταν η τυχερή μου, πως δε σε βόλεψε να πάρεις αυτό το δρομολόγιο και πως την επόμενη Κυριακή θα βρίσκεσαι εκεί. Κάθε φορά που κοιταζόμαστε γεννιέται μια σπίθα λαμπερή που κάποια μέρα ίσως να γίνει φλόγα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.