Γράφει η Π.
Ξύπνησα. Μάλλον δεν ξέρω αν κατάφερα να κοιμηθώ και καθόλου. Σαν να έβλεπα ένα κακό όνειρο. Ακόμα ένα βράδυ που περνά με τον ίδιο εφιάλτη. Εσύ μακριά μου κι εγώ να τρέχω να σε πλησιάσω, μα κάθε που πήγαινα να σε αγγίξω, χανόσουν πάλι μες στο σκοτάδι. Ξέρεις, δεν κοιμάμαι καλά τελευταία. Ζόρικα τα βράδια που περνούν μακριά σου.
Και σκέφτομαι καθώς ανάβω το τσιγάρο μου –που σου υποσχέθηκα πόσες φορές πως θα κόψω το ρημάδι– πόσα είναι, αλήθεια, τα βράδια που είσαι μακριά μου.. Πόσο γεμάτη από αυτές τις κενές νύχτες είναι η ζωή μου πια. Πως το γέλιο μου είναι τόσο μηχανικό που με ψαχουλεύω πού και πού, μπας και κρύβω κάνα διακόπτη πάνω μου και δεν το ‘ξερα.
Λείπεις γαμώτο. Κι όσα πρόσωπα κι αν ψάχνω τριγύρω, κανένα δε σου μοιάζει. Κι αν κάποιος απ’ τους περαστικούς πάει να μου θυμίσει λίγο εσένα, στο τέλος θυμώνω που ήταν κι αυτό μια παραίσθηση.
Και ξανασκέφτομαι. Πως το ανθρώπινο μυαλό άμα γουστάρει να παίξει παιχνίδια, σε τρελαίνει. Σε κάνει να χάνεις λογική, μυαλό, ύπνο. Σε στοιχειώνει με σκέψεις, αμέτρητες χιλιάδες σκέψεις. Σε κυνηγάει σαν κατάρα αυτό το «αν». Κι ας έβαλα τα χέρια μου εκατό φορές να το πνίξω, να το εξαφανίσω, αυτό ζωντανεύει ξανά και ξανά. Πότε σαν τιμωρία και πότε σαν παραίσθηση. Και μιλώ με τον καλύτερό μου φίλο, αυτό τον ψωριάρικο εαυτό μου. Που μετά τις ένδοξες μας στιγμές, ζει πια σαν ζητιανάκι. Ψαχουλεύει στιγμές στα σκουπίδια του «μαζί» μας.
Όμορφο πράγμα ο έρωτας, λένε. Ψέμα. Δηλητήριο. Ναρκωτικό εθιστικό, νοθευμένο με όνειρα, σάρκες, πόνο και μυαλά, που παλεύουν να νιώσουν το μέσα τους να χτυπά. Σε κάνει να διψάς για την επόμενη δόση και να πνίγεσαι στην απόγνωση όταν το χάνεις. Τρελαίνεσαι στο στερητικό σύνδρομο της φωνής και του αγγίγματος. Κανένας αλήτης χρόνος δε σου γιατρεύει τα σημάδια του εθισμού αυτού.
Και κοιτώ σαν ορφανός τρελός αυτή τη γωνιά που κοιτάζαμε μαζί αγκαλιά. Και δεν έχει την ίδια ζεστασιά όπως παλιά. Μια σκονισμένη, φθαρμένη απ’ το χρόνο γωνιά που επιμένω να κοιτώ μήπως ξαναζωντανέψουν τα γέλια μας που τη στοίχειωσαν. Ασυνάρτητες σκόρπιες σκέψεις. Και με σιχάθηκα πια. Με σιχάθηκα που τόσο εθίστηκα στη μοναξιά μου. Που περιμένω για θαύματα στην εποχή των άπιστων Θωμάδων.
Ίσως να υπάρχει ακόμα καρδιά. Ίσως. Μα αλήθεια, εγώ που την πνίγω ξανά και ξανά μ’ αυτά τα γυμνά σημαδεμένα μου χέρια, τη σιχάθηκα που τόσο ακόμα πονά. Κι ας τη μασκαρεύω να βγαίνει αλώβητη τη μέρα να βλέπει λίγο ήλιο, αυτή δε γελιέται.
Δε μαλακώνει, δεν ξεχνά.
Γιατί κάποιες καρδιές που θα έχω το θράσος να ονομάσω «ελαττωματικές» φτιάχτηκαν για να αγαπήσουν και να χτυπήσουν για μία μόνο φορά. Κι όταν έχασαν αυτόν που αγάπησαν, έδωσαν όλη τους την αγάπη στα σκοτάδια, που οι υπόλοιπες καρδιές κοιμούνται στις αγκαλιές των αγαπημένων τους. Ξαγρυπνούν, αναπολώντας όλους τους χτύπους που ένιωσαν σαν είχαν το άλλο τους μισό αγκαλιά.
Όμορφος εθιστικός που είναι ο έρωτας, σκέφτομαι.