Γράφει η Αφροδίτη Γεωργακοπούλου.
Εντάξει. Μπορεί και να μην είμαι ακριβώς ερωτευμένη μαζί σου. Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ήθελα να ερωτευτώ. Όχι εσένα. Γενικά. Να ερωτευτώ τον έρωτα.
Έλα, όμως, που εσύ ήσουν ο τελευταίος παράγοντας σε μία εξίσωση που έμοιαζε από καιρό άλυτη. Ξέρεις, εκείνος ο άγνωστος Χ που ανατρέπει την τελευταία στιγμή όλα τα δεδομένα.
Έτυχε να ‘σαι εσύ ο τυχερός που του κλήρωσε αυτό το λαχείο. Θα μπορούσε να ‘ναι ο οποιοσδήποτε στη θέση σου. Αν και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μάλλον όχι. Πάλι εσύ θα ήσουν. Δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς.
Πόσο πολύ πιστεύεις στο μοιραίο; Σε αυτό που είναι γραφτό να συμβεί; Εγώ πιστεύω. Αρκετά. Ειδικά σε αυτό το «δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή».
Κι έπειτα είναι και αυτό το «κουσούρι» που ‘χα από μικρή, ό,τι βάζω στο μάτι να το κάνω δικό μου. Κι εσένα από καιρό σ’ είχα βάλει στο στόχαστρο.
Όχι ότι δούλεψα μεθοδικά και βάσει σχεδίου για να σε κερδίσω. Μη δίνεις αυτή τη χαρά στον εαυτό σου. Ήθελα απλά να σε κάνω δικό μου. Έτσι, επειδή μπορώ.
«Δικό μου». Εντάξει. Που λέει ο λόγος. Μην τα παίρνεις και όλα της μετρητοίς. Είναι όμως, που αργά ή γρήγορα, αν θέλω κάτι πάρα πολύ, θα τ’ αποκτήσω. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Έτσι και με ‘σένα. Στοίχημα προσωπικό. Και το κέρδισα. Μια παρτίδα σκάκι ο έρωτας μαζί σου.
Ξέρεις απ’ αυτές τις δύσκολες. Που μπορεί να κρατήσουν ολόκληρες εβδομάδες, ίσως και μήνες. Που για να κάνεις μια κίνηση, σκέφτεσαι κάθε σου βήμα προσεκτικά, υπολογίζεις τι κινήσεις θα κάνει ο αντίπαλός σου, ώστε να καταστρώσεις τις δικές σου. Προσπαθείς να μπεις μέσα στο μυαλό του, για να δεις τι σκέφτεται. Παίζεις βασισμένη σ’ ένα σχέδιο, που καιρό τώρα προσπαθείς να τεστάρεις, αν αποδίδει.
Και στην περίπτωσή σου απέδωσε. Εγγυημένη απόδοση, μπορώ να σου πω, και μάλιστα κλήρωσε και μεγάλα κέρδη.
Τόσα, όσα χρειάστηκαν για ν’ αγοράσω ένα οικόπεδο κοντά στη θάλασσα, να χτίσω μέσα ένα σπίτι και ν’ αγναντεύω από τη βεράντα μου τα καράβια που περνάνε, πίνοντας στην υγεία σου.
Κι εσύ έπαιξες το παιχνίδι μου, χωρίς να καταλαβαίνεις ποιος το ορίζει. Πίστευες πως έδινες τον τόνο κι εγώ χόρευα στο ρυθμό που μου υποδείκνυες. Αυτό που δεν υπολόγισες, όμως, ήταν ότι την παρτιτούρα την είχα γράψει εγώ και την άφησα τάχα να γλιστρήσει μπροστά στα πόδια σου. Και καθώς εσύ, που πάντα πίστευες στην τύχη, θεώρησες πως βρήκες κάτι που γυάλιζε και ενθουσιάστηκες που για μια φορά ακόμα, ήσουν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, εγώ σου χαμογελούσα αινιγματικά, γιατί ήξερα.
Ήξερα πώς θα τη βαρεθώ αυτή τη μελωδία, όσο συχνά κι αν μ’ άρεσε να την ακούω στην αρχή. Όσο κι αν μεθούσα, με τα φιλιά σου, κάποια στιγμή θα σε βαριόμουν.
Αυτό είναι και το πρόβλημα με τα στοιχήματα. Όταν από την αρχή ξέρεις ότι θα κερδίσεις, δε σε συγκινεί και τόσο η νίκη. Δεν υπάρχει διάρκεια. Είσαι καλός, μόνον όσο διαρκεί η έξαψη της πρώτης φόρας, του καινούργιου.
Έπειτα πετάς το παιχνιδάκι σου σε μια γωνιά κι αναζητάς κάτι άλλο που θα σε συνεπάρει. Ένα νέο στοίχημα. Ένα διαφορετικό παιχνίδι και ξεκινάς από την αρχή.
Γι’ αυτό σου λέω, καλός ήσουν, ωραία περάσαμε, αλλά άσε μου το χέρι. Αυτή είναι μια διαδρομή που δε θα την κάνουμε μαζί.