Μπορεί να φταίει το πόσο γρήγοροι είναι οι ρυθμοί σήμερα και πόσο λίγος ελεύθερος χρόνος υπάρχει που έκαναν τον κόσμο να μη δίνει σημασία ή ακόμα και να χάσει τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται ότι κάποιος χρειάζεται βοήθεια. Μπορεί ίσως να φταίει και το ότι ο κόσμος πλέον φοβάται, φοβάται να δώσει γιατί έχει μάθει πως για να δώσει πρέπει να πάρει πρώτα για σιγουριά. Ή ίσως αυτά να είναι απλά οι δικαιολογίες για να μην ξεβολευτούμε οι βολεμένοι. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που έχουμε πάψει να προσφέρουμε βοήθεια, έχει κάνει τους ανθρώπους να θέλουν βοήθεια και να μην ξέρουν από πού να τη βρουν. Έχει κάνει εσένα, εμένα, τον άνθρωπο που κι απόψε κλαίει, να ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια επειδή δεν έχει να προσφέρει κάτι πίσω ως αντάλλαγμα.
Το να αναγνωρίζει κάποιος ότι χρειάζεται βοήθεια είναι ήδη αρκετά επίπονη διαδικασία. Πολλοί δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι έχουν ανάγκη μιας εξωτερικής παρέμβασης. Ο λόγος που δυσκολεύονται κρύβεται μέσα στον ανταγωνισμό, στην κριτική, στη δυσκολία εμπιστοσύνης. Το να δείξεις ένα αδύναμο σημείο ταυτίζεται πολύ εύκολα με το ότι δεν είσαι ικανός, ενώ πολλές φορές αυτό το αδύναμο σημείο βρίσκεται ξαφνικά να είναι η αχίλλειος πτέρνα στο σώμα σου.
Θέλει δύναμη να είσαι ευάλωτος. Θέλει δύναμη γιατί πρέπει να δείξεις εμπιστοσύνη να δείξεις την αδυναμία σου και να εμπιστευθείς, να ρισκάρεις σχεδόν, το ότι η βοήθεια που θα σου προσφέρουν είναι χωρίς κάποιο συμφέρον ή αντάλλαγμα. Τη μεγαλύτερη δύναμη όμως θέλει η αναγνώριση της ανάγκης αυτής. Θέλει δύναμη έτσι ώστε να μπορέσεις να καταλάβεις πότε έχεις φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορείς να χειριστείς μόνος την κατάσταση, ότι έχεις φτάσει σε αδιέξοδο και η μόνη διέξοδος είναι μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Γιατί χρειάζεσαι μία χείρα βοήθειας, να σε πάρει κυριολεκτικά και μεταφορικά από το χέρι και να σου δείξει πια πορεία πρέπει να ακολουθήσεις.
Και πώς βρίσκεις αυτή τη δύναμη; Έλα μου ντε. Και πώς στο καλό το ζητάς; Άγνωστο.
Αισθήματα όπως ντροπή, ανασφάλεια και δισταγμός κατακλύζουν κάθε κύτταρό σου. Κι εδώ είναι που για να ζητήσεις βοήθεια πρέπει να κάνεις ένα άλμα πίστης. Ρισκάρεις, γιατί δείχνεις τον ευάλωτο σου εαυτό και ελπίζεις ότι ο άλλος θέλει να σε βοηθήσει. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος αν θα λάβεις βοήθεια αλλά ούτε κι αν η βοήθεια που θα σου δώσουν θα είναι αυτό που υποσεινήδητα ή συνειδητά χρειάζεσαι. Άλλωστε όσο κι αν βασιστείς, σε έναν έρωτα, σε έναν φίλο, στον άνθρωπό σου, στο τέλος εσύ είσαι αυτός που πρέπει να λύσει την εξίσωση. Κι ίσως ο κόσμος να έχει μάθει ότι είναι καλύτερα μόνος, δε θα απογοητευτεί έτσι, δε θα πληγωθεί και δε θα κριθεί. Και καταλήγουμε πολλοί μόνοι κι αβοήθητοι άνθρωποι, με στόματα κλειστά και χέρια δεμένα, που κοιτούν χαμηλά όταν τα μάτια πάνε να συναντηθούν. Όλα αυτά γιατί; Για να μη φανούμε ανεπαρκείς.
Αν αναγνωρίζεις ότι χρειάζεσαι βοήθεια, τότε να ρισκάρεις και να ζητάς βοήθεια. Γιατί σ’ έναν κόσμο όπου το να είσαι άνθρωπος σημαίνει ότι είσαι και τρωτός, δεν έχει καμία σημασία να το κρύψεις. Πάλι θα βρει τρόπο να φανεί. Οπότε ζήτα αυτό το χέρι για να κρατηθείς και δέξου το όταν έρθει να σε πιάσει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου