Βρείτε την απάντηση στο παρακάτω αίνιγμα και κερδίστε ένα μπουκάλι για τέσσερα άτομα σε γνωστή Αθηναϊκή νυχτερινή πίστα. Ποιος είναι πρόσφατα χωρισμένος, εμφανώς αδυνατισμένος, σε άσχημη ψυχολογία και με αγάπη στο ελληνικό, ελαφρύ σαν πούπουλο, ρεπερτόριο;
Ναι, ο λατρεμένος μας γείτονας! Αυτός ο κατά τα άλλα διακριτικός άνθρωπος, συνήθως αρσενικού γένους, που μένει ακριβώς απέναντί μας, λοξός δεξιά ή αριστερά και για τους πιο άτυχους αναγνώστες κολλητά στο σπίτι.
Μέχρι πρότινος, γνωρίζαμε απλώς την ύπαρξή του, μπορούσαμε να τον περιγράψουμε με ένα-δύο επίθετα κι είχαμε πάντα στο ντουλάπι μας ένα βαζάκι ζάχαρη κι έναν καφέ σε περίπτωση που πέσει στην ανάγκη μας. Θες η αποξένωση, η κινδυνολογία των ειδήσεων, οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινής μας ρουτίνας, όποιος και να είναι ο λόγος ποτέ δε φτάσαμε στην καλή γειτονία. Όχι ότι είναι κακή η σχέση, αλλά μάλλον δεν υφίσταται καν ο όρος σχέση παρά μια απλή συνύπαρξη στο ίδιο τετράγωνο.
Ζούσαμε μαζί του αρμονικά, διακριτικά με σεβασμό στο πάρκινγκ του και στις ώρες κοινής ησυχίας μέχρι εκείνη τη νύχτα. Εκείνη τη μαύρη ώρα και στιγμή που τα ντεσιμπέλ της μουσικής του μας ταρακούνησαν χειρότερα από οργισμένο εγκέλαδο. Σείστηκαν μπαλκονόπορτες, τοίχοι, τα φλιτζανάκια -προίκα της γιαγιάς- στο σύνθετο και μαζί με αυτά όλα τα ενεργά και μη ενεργά εγκεφαλικά μας κύτταρα.
Γνωστός Έλληνας τροβαδούρος απειλεί πως θα δώσει τέλος στη ζωή του κι η φωνή του γείτονα τον σιγοντάρει, κάνοντας τις δεύτερες. Απ’ τους στίχους καταλαβαίνουμε ξεκάθαρα ότι αιτία του επικείμενου κακού, είναι φυσικά κάποια γυναίκα. Τον ξεγέλασε, τον πλήγωσε, τον κεράτωσε μέχρι που ένα βράδυ τον παράτησε. Χώρισε ο δόλιος, σκέφτεσαι, κουνώντας το κεφάλι σου με τη γνωστή ξεχαρβαλωμένη κίνηση της κατανόησης. Οι παλμοί της καρδιάς σου πέφτουν μετά το πρώτο σοκ της φασαρίας και γυρίζεις πλευρό για να συνεχίσεις τον ύπνο σου.
Εννοείται ότι δεν έκλεισες μάτι εκείνο το βράδυ, ούτε και για αρκετές νύχτες, μεσημέρια κι απογεύματα που ακολούθησαν. Ο πόνος του γείτονα δύο φορές δικός σου. Ακούς το παράπονο του από νωρίς το πρωί που θα ξεκινήσει με έντεχνο, κάπου προς το μεσημέρι το γυρίζει στο ρεμπέτικο, συνεχίζει το απόγευμα με παλιό ροκ μέχρι να βυθιστεί στο σκοτάδι της νύχτας προσπαθώντας να αγγίξει τον απόπατο. Μόνος ή με την παρέα του διανύει όλα τα στάδια του χωρισμού. Οι μουσικές του επιλογές μαρτυρούν την άρνηση, λύπη, λήθη, τρέλα, αποδοχή, ήττα και προς το τέλος ίσως τη λύτρωση.
Το ζει έντονα δίχως να λογαριάζει τα λόγια της γειτονιάς. Εκείνος ή εκείνη που ήταν πάντα ήσυχοι, σχεδόν αόρατοι, τώρα αποτελούν το επίκεντρο. Θα τους ακούσεις να μιλούν δυνατά ή να τσακώνονται με τα κοντινά τους πρόσωπα, τα κλείνουν με δύναμη την γκαραζόπορτα τα ξημερώματα, τραγουδώντας νύχτα-μέρα την ιστορία τους.
Δυσανασχέτησες και θύμωσες, φτάνοντας πολλές φορές μέχρι την πόρτα του γυρεύοντας καβγάδες. Ποτέ όμως δε βρήκες το θάρρος να χτυπήσεις το κουδούνι. Υποσυνείδητα, όλο αυτό το διάστημα, όσο και να τον χλεύασες, να τον σχολίασες ή ακόμη και να τον έβρισες, στο τέλος τον ένιωσες.
Μέσα στη φασαρία του βρήκες αυτή τη γαλήνη της κατανόησης. Αυτή την περίεργη αίσθηση οικειότητας που σου δημιουργούν ακόμη κι άτομα που δε γνωρίζεις καλά. Αυθόρμητα θα κοιτάξεις αν είναι το αμάξι εκεί και θα ανησυχήσεις αν δεν τον δεις για καιρό.
Κάπως έτσι φτάνεις απ’ την απόσταση στη συμπάθεια κι απ’ το χλιαρό νεύμα στη ζεστή «καλημέρα». Χαμηλώνεις τη δική σου μουσική για να ακούσεις τι έχει να σου πει εκείνη του γείτονα, γεμίζοντας ένα ακόμα βαζάκι καφέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη