Σε βλέπω. Σε παρατηρώ ώρα τώρα. Κάθεσαι εκεί σκεφτικός, κοιτώντας επίμονα ένα χαμηλό ποτήρι με κάτι που μοιάζει με ουίσκι, ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Το βλέμμα σου προδίδει ότι τα γρανάζια του μυαλού σου δουλεύουν πυρετωδώς και το σμιχτό, σφιχτό συνοφρύωμα στο μέτωπο σου με προδιαθέτει ότι όλη αυτή η σκέψη δεν είναι για καλό.
Σε κοιτάζω εδώ και πολλή ώρα, κάπως επίμονα, η αλήθεια είναι, παρατηρώντας και σημειώνοντας και την παραμικρή αλλαγή στο βλέμμα σου και στην έκφραση του προσώπου σου. Προσπαθώ να αποστρέφω ανά τακτά χρονικά διαστήματα το βλέμμα μου, για να μη σε φέρω σε άβολη θέση. Σου ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη από μέσα μου, γιατί το βλέμμα μου μπορεί να γίνει πολύ εξονυχιστικό και άβολο όταν κάτι μου κινεί το ενδιαφέρον και μπαίνω στη διαδικασία να το παρατηρήσω.
Ξαφνικά, το μυαλό μου αρχίζει να ξεφεύγει σιγά σιγά από τη σφαίρα της απλής παρατήρησης και μπαίνει στο τριπάκι να φτιάχνει σενάρια (τα λες και επιστημονικής φαντασίας) σχετικά με το τι μπορεί να σε έφερε εδώ, καθώς επίσης και με το αντικείμενο των σκέψεων σου. Δε με νοιάζει η ομορφιά σου, δε με νοιάζει που μπορεί σε κάποιο άλλο σύμπαν να ήθελα να γίνει κάτι μεταξύ μας, με νοιάζει μόνο το να εξερευνήσω και να μάθω τι σε φέρνει μια νύχτα σαν κι αυτή σε ένα τέτοιο μέρος, και μάλιστα μόνο σου.
Η σκέψη μου τρέχει πια με φρενήρη ρυθμό σε κυκλική τροχιά γύρω από σένα. Χωρίς πολλή σκέψη, βγάζω από την τσάντα μου το στιλό μου και το σημειωματάριο που κουβαλάω πάντα μαζί μου και αρχίζω να γράφω. Στην αρχή σκόρπιες λέξεις, πιθανές εικασίες για το τι μπορεί να σε ώθησε να πάρεις απόψε το παλτό σου, να βγεις έξω μέσα στο κρύο και να διαβείς την πόρτα αυτού εδώ του μαγαζιού, που για μένα είναι πια το στέκι μου. Ωστόσο, καθώς περνά η ώρα, η γραφή μου αλλάζει και μεταμορφώνεται σε επιστολή που απευθύνεται προς εσένα. Το στιλό γλιστρά πια σχεδόν μόνο του με χάρη επάνω στο χαρτί, χορεύοντας στις αχνές γραμμές του χαρτιού μου.
Θέλω τόσο πολύ να μάθω τι σε απασχολεί τόσο πολύ και τόσο σκληρά. Θέλω να μάθω τις σκέψεις που βασανίζουν αυτό το μυαλό και δεν το αφήνουν να στείλει την εντολή του χαμόγελου στους μυς του προσώπου σου. Είμαι στο τσακ να έρθω να σου μιλήσω, για να τα βγάλεις από μέσα σου και να ηρεμήσεις.
Από πού να είσαι; Πώς να σε λένε; Τι μουσική ν’ ακούς όταν είσαι χαρούμενος και τι όταν είσαι λυπημένος; Συγχώρεσέ με, έχω τόσες ερωτήσεις να σου κάνω, γιατί η περιέργειά μου έχει φτάσει σε πολύ υψηλά για την εποχή και την ώρα επίπεδα και, όταν θέλω διακαώς να μάθω κάτι ή/και να βοηθήσω κάποιον να ξεπεράσει το ζόρι του, οι ερωτήσεις αυτές διατυπώνονται κατά ριπάς, σχεδόν απνευστί.
Ένα ποτό ακόμα. Ένα τσιγάρο ακόμα. Λίγο θάρρος ακόμα, για να έρθω να σου μιλήσω, να ικανοποιήσω την περιέργεια μου και την εγγενή ανάγκη μου να κάνω τον κόσμο χαρούμενο, έστω και προσωρινά. Συνεχώς κρύβομαι πίσω από ένα χαρτί και ένα στιλό, προσπαθώντας να πω πράγματα που φοβάμαι ή ντρέπομαι να πω στους ανθρώπους.
Καλά να πάθω, αφού δειλιάζω. Σε βλέπω να πληρώνεις το ποτό σου, να βάζεις το παλτό σου και να φεύγεις, και σκέφτομαι με θυμό για μένα ότι θα μείνω με την απορία. Πάλι δεν έκανα το επόμενο βήμα. Πάλι κρύφτηκα. Τώρα μπορεί και να μη μάθω ποτέ. Προσπαθώ να με παρηγορήσω λιγάκι με τη σκέψη ότι φεύγοντας, μου έδωσες την ευκαιρία να πλασω εγώ στο μυαλό μου αυτό που πιστεύω ότι είναι αλήθεια για σένα και να φτιάξω μέσω της παρατήρησης ένα χαρακτήρα όπως θέλω και ένα σύμπαν όπως το φαντάζομαι. Και, μα τη θεά έμπνευση, αυτή θα είναι μια ιστορία για την οποία θα βάλω τα δυνατά μου και θα είναι η πιο μυστήρια και πολύπλοκη απ’ όσες έχω γράψει.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.