Έρωτας· ένα συναίσθημα που έχει απασχολήσει ανά τους αιώνες πληθώρα διανοητών, καλλιτεχνών αλλά κι ανθρώπων που δεν έχουν τέτοιου τύπου ενασχολήσεις. Ένα συναίσθημα για το οποίο, ενώ όλοι μας σχεδόν έχουμε νιώσει στο πετσί μας τα τερτίπια και τα «συμπτώματά» του, κανείς ποτέ δεν έχει καταφέρει να δώσει έναν συμπαγή ορίσμό του. Έχει τόση σημασία, όμως, να τον ορίσουμε μ’ έναν τρόπο για όλους; After all, η μαγεία του, όπως κι η μαγεία όλων των συναισθημάτων και των φιλοσοφικών εννοιών έγκειται στο γεγονός ότι επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, οι οποίες μπορεί να ποικίλουν τόσο σ’ επίπεδο προσωπικής άποψης όσο και σ’ επίπεδο διαφορετικών πολιτισμών. Σήμερα, λοιπόν, θα εξερευνήσουμε την έννοια του έρωτα υπό το πρίσμα της οπτικής διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.
1. Δωδεκάθεο
Βάσει της ξεκάθαρα ανθρωποκεντρικής τους θρησκείας, οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν στην κοινωνία των θεών τους πάθη και συναισθήματα που προσιδίαζαν στις δικές τους ιδιοσυγκρασίες κι αντιλήψεις. Σύμφωνα με τη δωδεκαθεϊστική θρησκεία, ο Έρωτας ήταν ο γιος της θεάς Αφροδίτης, προστάτιδας του συναισθήματος του έρωτα και της αγάπης. Παρ’ όλα αυτά, μετέπειτα εκπρόσωποι διαφορετικών φιλοσοφικών δρόμων, όπως οι Πυθαγόρειοι κι οι Επικούρειοι, καθώς κι ο Δημόκριτος, καταδίκαζαν τον έρωτα κι ειδικά την ερωτική επαφή ως βλαπτική κι εκφυλιστική για την ψυχοσύνθεση και τη συνείδηση του νέου ανθρώπου.
2. Χριστιανισμός
Η πιο διαδεδομένη, ίσως, θρησκεία, όσον αφορά στο Δυτικό κόσμο. Ο Χριστιανισμός στις διδασκαλίες και στις γραφές του παρουσίαζε μια μάλλον δαιμονοποιημένη εκδοχή του έρωτα όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, καταρρίπτοντας τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων περί έρωτος. Πιο συγκεκριμένα, ο έρωτας ως συναίσθημα παρουσιάζεται άλλοτε ως μια κατάσταση που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο και προδοσία (όπως στην περίπτωση της ιστορίας του Σαμψών και της Δαλιδά) και άλλοτε ως μια μιαρή κι ανοσία κατάσταση στην οποία περιήλθε ο άνθρωπος μετά την πτώση του από τον παράδεισο, μεταβάλλοντας τη θεϊκή φύση του έρωτα σε εγωιστικό έρωτα για τον ίδιο του τον εαυτό και τις υλικές απολαύσεις. Ωστόσο, εάν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά σε κείμενα όπως το Άσμα Ασμάτων, θα διαπιστώσει πως ο έρωτας εξυμνείται ως η δύναμη που κινεί τον κόσμο, ως η αρχή της δημιουργίας και της ύπαρξης.
3. Βουδισμός
Ο Βουδισμός αποτελεί μια από τις αρχαιότερες θρησκείες στον κόσμο. Διαφοροποιείται από πολλές θρησκείες του σήμερα λόγω της φύσης της ως «θρησκεία χωρίς θεό». Όσον αφορά στην έννοια του έρωτα, οι διδασκαλίες του Βουδισμού βλέπουν τον έρωτα, τόσο ως συναίσθημα όσο και πράξη, ως βαρίδι που εμποδίζει το μοναχό από το να διαλογιστεί απερίσπαστα και αδιαλείπτως, προκειμένου να φτάσει στο ύψιστο επίπεδο της Νιρβάνας, ως μέσο που εμποδίζει το κάρμα από την καθαρότητα και την ολοκλήρωσή του.
4. Ινδουισμός
Η ερμηνεία του έρωτα σύμφωνα με τον Ινδουισμό εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την έννοια των πλεγμάτων που απαρτίζουν το ανθρώπινο σώμα, τα ονομαζόμενα «τσάκρα». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το κόκκινο τσάκρα, που βρίσκεται στη βάση της σπονδυλικής στήλης, ακριβώς στον σπόνδυλο του κόκκυγα, είναι υπεύθυνο για τον έρωτα και την επιθυμία, την ισορροπία, τη σχέση μας με τη γη αλλά και την αλληλεπίδρασή μας με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, κάποιος που παρουσιάζει τραυματισμό στην περιοχή αυτή μπορεί να προκαλέσει μπλοκάρισμα, καθώς κι αδυναμία να εμπιστευτούμε τους άλλους.
Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε πως πολλές θρησκείες, τόσο σύγχρονες όσο και παλαιότερες, έχουν μια τάση να παρουσιάζουν τον έρωτα και την επιθυμία είτε ως εμπόδιο του ανθρώπου προς τη διαδρομή του προς την ολοκλήρωση είτε ως στοιχείο καταστροφικό προς αυτόν και τους γύρω του. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο έρωτας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και δύναμη που μπορεί να μετακινήσει βουνά και να αλλάξει τον κόσμο. Ορθώς, λοιπόν, ανά τους αιώνες, ο άνθρωπος αφέθηκε στο συναίσθημα αυτό και το άφησε να τον ταξιδέψει και να τον πάει σε τόπους μαγικούς, ζωοποιούς, πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσαν να φανταστούν τα στεγανά της οποιασδήποτε θρησκείας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου