Το τρίτο πρόσωπο σε μία σχέση: το (εξιλαστήριο;) θύμα των σπασμένων σχέσεων, ο «κακός» του έργου, τη θέση του οποίου πολλοί απευχόμαστε και συχνά δεν κατανοούμε. «Γιατί να μπει ανάμεσα στο ζευγάρι»; Κανείς δε χωρά να μπει ανάμεσα στο ζευγάρι αν το ίδιο το ζευγάρι δεν του αφήσει με τον τρόπο του χώρο. Οι ερωτήσεις συνεχίζονται και λέγονται κουβέντες του τύπου «Μα καλά, διέλυσε το γάμο/τη σχέση; Λίγη τσίπα δεν έχει;» στολίζουν την κατάσταση.

Πάμε, όμως, να δούμε το απείρου κάλλους αυτό σκηνικό από μια άλλη οπτική γωνία: αυτή του ζαμπόν, που μπαίνει ανάμεσα στα ψωμάκια για να δημιουργηθεί αυτό το αλλοπρόσαλλο και συχνά κακόγευστο σάντουιτς. Γιατί να διαλέξεις να είσαι το ζαμπόν; Γιατί να αποφασίσει συνειδητά κανείς να είναι ο τρίτος που, κατά τη ρήση του θυμόσοφου λαού, «δε χωρεί στους δύο»;

«Γιατί; Θέλεις να είσαι η καβατζούλα και όχι η προτεραιότητα κάποιου; Αξιοπρέπεια δεν έχεις;». Όλο λάθος ως σκεπτικό. Δες το ανάποδα: δεν είσαι η καβατζούλα, είσαι η όαση. Είσαι για κάποιον (όπως και αυτός για εσένα) το «ευχάριστο μουσικό διάλειμμα», η φυγή από μια σχέση που μπορεί να ρουτίνιασε/χάλασε/έπρεπε να έχει λήξει παραπρόπερσι. Στο μυαλό σου η legit σχέση έχει άμεσα συνυφανθεί με το ξενέρωμα, τη συνήθεια, τη ρουτίνα και το γκρίζο. Στον αντίποδα, εσύ ενσαρκώνεις το χρώμα, το κύμα που έρχεται να κουνήσει τα νερά. Μπορεί και να έχει βοηθήσει και ο δεσμευμένος της παρέας που κάνει κάτι μαζί σου στη δημιουργία όλης αυτής της φαντασιακής κατάστασης μεταφέροντάς σου τα όποια προβλήματα με τη σχέση του και εσύ, ενώ απ’ έξω σου δείχνεις να τον ακούς συμπονετικά με ένα ύφος «αχ, μωρό μου, τι περνάς κι εσύ», από μέσα σου τρίβεις τα χέρια σου πονηρά και ψηλώνεις περήφανα δέκα πόντους: η σχέση βγαίνει αυτόματα ριγμένη στη σύγκριση με εσένα, λίγη, μίζερη κι αυτό σου δίνει άλλον αέρα.

Έπειτα είναι και το άλλο: είναι εκείνο το στοιχείο του κρυφού. Εκείνο που άλλους (σαν την υποφαινόμενη) τους αγχώνει και άλλους τους εξιτάρει όσο τίποτε άλλο. «Μα θέλεις συνέχεια να κρύβεσαι; Αν σας πάρουν γραμμή, τη βάψατε!». Ένας κρυφός έρωτας, όπως και κάθε άλλη μικρή ή μεγαλύτερη «παρασπονδία» από τον κατά τα άλλα politically correct βίο μας μάς αναζωογονεί, μας προσφέρει ένα αίσθημα επίπλαστης στιγμιαίας ανεμελιάς: όπως όταν κάνεις μήνες δίαιτα και αποφασίζεις να γλυκοκοιτάξεις τη φοντανιέρα με τα αγαπημένα σου σοκολατάκια που αγόρασες πριν από δυο μέρες «για να ‘χεις να κερνάς τον κόσμο». Και τώρα θα μου πεις το ίδιο είναι; Φυσικά και δεν είναι το ίδιο. Το σοκολατάκι το βρίσκεις παντού, από σουπερμάρκετ μέχρι περίπτερο. Το αίσθημα και την ανατριχίλα του έρωτα, όμως; Αν ξέρεις πού πουλάνε, πες το μας κι εμάς!

Αν το ‘χεις ζήσει, το ξέρεις πολύ καλά, μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας! Το κρεβάτι και το πώς συμπεριφέρεσαι εσύ επάνω σε αυτό δεν έχει καμία σχέση όταν βρίσκεσαι ταυτόχρονα εντός και εκτός σχέσης, η ρομαντζάδες και οι βόλτες είναι άλλης ποιότητος, ενώ είναι ξεκάθαρο ότι, όπως έχουμε ξαναπεί, το πολύ μαζί ξενερώνει, ενώ η λαχτάρα φουντώνει στην απόσταση. Χώρια του ότι έχεις όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές, όλα εκείνα τα όμορφα στοιχεία του να έχεις μία ωραία σχέση, με τη διαφορά ότι έχεις μόνο το fun part of it! Προβλήματα, έννοιες, όλα αυτά τα απεχθή συννεφάκια που φέρνουν καταιγίδα και ταραχές μπλοκάρονται από την οροσειρά που ονομάζεται σχέση, με αποτέλεσμα ο δικός σου ουρανός να παραμένει ξάστερος και πεντακάθαρος!

Όλα αυτά, βέβαια, ισχύουν με την προϋπόθεση ότι είσαι εντάξει μέσα σου με το ρόλο του τρίτου προσώπου. Κι όταν λέμε εντάξει, εννοούμε πως δεν έχεις καμία αξίωση πέραν αυτών που ήδη σου προσφέρονται και κανένα άνευ βάσεως αυτοπαραμύθιασμα του στυλ «θα χωρίσει για να είμαστε μαζί» και τις συνακόλουθες αυτού γκρίνιες και υστερίες.

Δεν έχει «δεν ήθελα», «δεν ήξερα», «δεν πίστευα», «δεν είδα στην κρυστάλλινή μου σφαίρα» και λοιπές ομορφιές. Και ήξερες και ήθελες κι ακόμη θέλεις. Επομένως, ζήσ’ το όπως του αρμόζει αν σου κάνει και «δώσε ένα τέλος να αρμόζει», που λέει και ο λαϊκός αοιδός, αν δε σου κάνει. Η ζωή είναι πιο απλή απ’ όσο πιστεύουμε και καλό είναι να την αντιμετωπίζουμε ως τέτοια!

 

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου