Αν μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το pole dancing με τρεις πολύ απλές φράσεις, αυτές θα ήταν: α) πολύ δεξιοτεχνικό, β) πολύ εντυπωσιακό και γ) πολύ παρεξηγημένο. Το pole dancing αποτελεί εδώ και χρόνια ένα πολύ απαιτητικό είδος χορού και, ταυτόχρονα, μια πολύ αποτελεσματική μορφή γυμναστικής για όλο το σώμα που έχει αγαπηθεί από χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ενώ εδώ και έντεκα ολόκληρα χρόνια παλεύει να προστεθεί και στη λίστα των σύγχρονων ολυμπιακών αθλημάτων. Σήμερα, λοιπόν, θα πραγματοποιήσουμε ένα ταξίδι στην ιστορία του χορού αυτού ανά τους αιώνες, η οποία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι πολύ πιο μακρά και διεθνής απ’ όσο, ενδεχομένως, φανταζόμαστε.
Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο στύλος αποτελεί ένα αντικείμενο που διαχρονικά προσφέρεται για την υλοποίηση πολύπλοκων και εντυπωσιακών ακροβατικών ασκήσεων. Παρά το γεγονός ότι σήμερα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δημοφιλία από ποτέ, το pole dancing μετρά πάνω από εννέα αιώνες ιστορίας με πατρίδες του την Κίνα και την Ινδία. Μάλιστα, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως στο ινδικό pole dancing (που ακούει στο όνομα Mallakhamb) πρωτοστατούσαν κυρίως άνδρες performers. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης και η κινησιολογικής φύσεως αλλαγή που έχει υποστεί το άθλημα αυτό ανά τα χρόνια, αφού ως Mallakhamb περιλάμβανε κυρίως ακροβατικά που έμοιαζαν πολύ με τις ασκήσεις της yoga πάνω σε ξύλινο στύλο, εν αντιθέσει με τις σημερινές του ρευστές και πιο κυματώδεις κινήσεις επάνω σε μεταλλικό στύλο.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην κινέζικη εκδοχή του pole dancing, οι performers έχουν δύο μεταλλικούς στύλους με επίχρησμα σιλικόνης ή ταλκ για να μπορούν να πραγματοποιούν τα ακροβατικά τους ντυμένοι χωρίς να γλιστρούν. Αντίθετα, στη σημερινή εκδοχή του pole dancing τα ρούχα που χρησιμοποιούν οι αθλητές και οι αθλήτριες τόσο στις παραστάσεις όσο και στις προπονήσεις τους είναι πολύ στενά και κοντά, ευνοώντας την επιθυμητή τριβή του δέρματος με το στύλο.
Το pole dancing άρχισε να αποκτά σχεδόν αμιγώς ερωτικό πρόσημο κοντά στις αρχές του 20ου αιώνα. Η συνύφανση αυτή ξεκίνησε με τους περιοδεύοντες βαριετέ θιάσους στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, οι οποίοι παρουσίαζαν τα φερόμενα ως «εξωτικά» θεάματα που είχαν, παράλληλα, όμως, τη «ρετσινιά» του ακατάλληλου και του πονηρού, λόγω της λούμπεν και «περιθωριακής» ζωής που πίστευαν οι άνθρωποι της εποχής ότι ζούσαν οι καλλιτέχνες των ομάδων αυτών. Μετά το 1910, το pole dancing μπήκε και στα («κακόφημα» και μη) cabaret πολλών χωρών του κόσμου, βρίσκοντας μία θέση στο line up μεγάλων burlesque shows και χορεύτηκε από τα (πολύ όμορφα, χωρίς αμφιβολία) κορίτσια που εργάζονταν ως χορεύτριες σε τέτοια μαγαζιά, αποκτώντας έτσι τον ερωτικό χαρακτήρα του. Ακόμη, η είσοδος του pole dancing σε τέτοιες καταστάσεις διασκέδασης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και το ενδυματολογικό του κομμάτι, βάζοντας στις παραστάσεις πολύ πολύ λαμπερά και εντυπωσιακά κορμάκια με παγίετες, πούπουλα, κοντές φούστες, καλσόν και γάντια με δίχτυα, πολύ λαμπερά κοσμήματα κτλ..
Έτσι, λοιπόν, φτάνουμε στα τέλη του 20ου αιώνα, εκεί όπου το pole dancing αποκτά τη σημειολογία και το περιεχόμενο με το οποίο μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού το ταυτίζει ακόμη και σήμερα: κορίτσια με όμορφα σώματα σε μαγαζιά όπου δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα κάτω των 18 ετών, ντυμένα με μπικίνι και αποκαλυπτικά εσώρουχα να λικνίζονται υπό τους ήχους της αργής rnb μουσικής. Ενδυματολογικά, μάλιστα, κατά την πάροδο εκείνων των ετών προστέθηκαν στο ενδυματολογικό μέρος του pole dancing τα πολύ ψηλά (συχνά πάνω από 20 πόντους) τακούνια που φορούν χορεύτριές του ακόμα και σήμερα, που του προσδίδουν έναν έξτρα βαθμό δυσκολίας.
Σήμερα το pole dancing θεωρείται πλέον περισσότερο άθλημα παρά χορός και παλεύει να ξεφορτωθεί με κάποιον τρόπο την (για πολλούς άδικη) ταύτισή του με το πρόστυχο στοιχείο. Ολοένα και περισσότερος κόσμος (ανεξαρτήτως φύλου πλέον) δείχνει να το προτιμά ως μία μέθοδο άσκησης, η οποία γυμνάζει ομοιόμορφα ολόκληρο το σώμα και απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση, τρομερή τεχνική και άρτια αντίληψη του ρυθμού όπως ακριβώς και η ρυθμική γυμναστική. Επομένως, γιατί και το pole dancing να μη βρει τη θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα ολυμπιακά αθλήματα;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου