Και ναι. Επιτέλους τα κατάφερες. Πήρες το θάρρος και ζήτησες από το πρόσωπο που σε ενδιαφέρει χρόνια τώρα να βγείτε οι δυο σας. Έχεις οπλιστεί με το απαραίτητο θάρρος, ή θράσος, να μιλήσεις και να εκφράσεις, επιτέλους, όλον αυτόν τον χείμαρρο συναισθημάτων που νιώθεις. Σε έχει κατακλύσει μια υπέροχη ελαφρότητα με τη σκέψη ότι, εν τέλει, έκανες το πρώτο βήμα και, ως γνωστόν, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Ωστόσο, η αγωνία σου, που ήλπιζες ότι θα κατευνάσεις κάνοντας αυτό το πρώτο βήμα, έχει ήδη αρχίσει και φουντώνει. Και τώρα τι κάνουμε, φίλε;
Το ραντεβού είναι στις 10, και κάθεσαι στο μπαλκόνι σου, με το τσιγάρο στο χέρι, ένα βήμα πριν σκάσεις. Κοιτάς το κινητό σου αφηρημένα και… «παναγία μου έχει πάει κιόλας οκτώμισι πότε θα προλάβω;», φωνάζει το μυαλό σου έντρομο. Αφήνεις καφέδες και τσιγάρα και τρέχεις στην ντουλάπα σου. «Αυτό είναι χάλια, αυτό είναι πρόχειρο, αυτό είναι για γάμο», το ένα σου ξινίζει, το άλλο δε σου κάνει, ενώ, την ίδια στιγμή, το μυαλό σου λειτουργεί πυρετωδώς, συνδυάζοντας και τα υπόλοιπα στοιχεία της μεγαλειώδους εμφάνισής σου, που θέλεις, αν μη τι άλλο, να εντυπωσιάσει.
Η ώρα είναι 9 και 10 πρώτα λεπτά και εσύ έχεις πια ετοιμαστεί. Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και χαμογελάς, ενώ τα πόδια σου τρέμουν.
«Μια τελευταία πρόβα», σκέφτεσαι. Λες και πας για τη μεγάλη σου πρεμιέρα, μα ταυτόχρονα το μυαλό σου γελάει μαζί σου και σε κοροϊδεύει μες στη μούρη σου.
«Λοιπόν… Σε κάλεσα σήμερα εδώ για να…»Τι «σε κάλεσα σήμερα εδώ», βρε μπαγλαμά; Να πεις πώς νιώθεις θέλεις, όχι να τελέσεις γάμο σε μεξικάνικο σίριαλ. Συγκεντρώσου.
«Εδώ και καιρό θα έχεις καταλάβει ότι αυτό που αισθάνομαι για εσένα δεν περιορίζεται σε ένα απλό φιλικό αίσθημα.» Από πού να το έχει καταλάβει, κουκλί μου, που αποφεύγεις όπως ο διάολος το λιβάνι τόσο καιρό να δώσεις δείγματα. Πάμε, άλλο.
«Σε θέλω.» Ναι, έτσι μπαμ πες το, να θρηνούμε θύματα. Φύγε τώρα, γιατί πήγε 9 και 20 και θα αργήσεις.
Σκατά.
Τα πόδια σου σε φέρνουν στο μπαράκι που είναι το σημείο συνάντησής σας. Κοιτάς το ρολόι σου. 10 παρά τέταρτο. «Γιατί 10 παρά τέταρτο; Πώς στα κομμάτια θα περάσει αυτό το τέταρτο χωρίς να πάθω συγκοπή;»
Μπαίνεις, κάθεσαι, παραγγέλνεις ουίσκι με δύο παγάκια σε χαμηλό ποτήρι και κατεβάζεις σχεδόν το μισό στην πρώτη γουλιά. Υγρό, αψύ θάρρος, που όμως δε λειτουργεί κατευναστικά στις σκέψεις σου. «Κι αν δε με θέλει; Κι αν με απορρίψει; Κι αν με βλέπει μόνο φιλικά; Κι αν κάνω σαρδάμ όσο μιλάω; Κι αν κοκκινίσουν τ’ αυτιά μου, ιδρώσουν οι παλάμες μου κι είμαι ένα γελοίο θέαμα;» Κοιτάς τις παλάμες σου και τ’ αυτιά σου στον πλησιέστερο καθρέφτη. Όχι, εντάξει φαίνονται. Για την ώρα.
Και, ξαφνικά η πόρτα ανοίγει. Η καρδιά σου κλωτσάει δυνατά στο στήθος σου. Ήρθε. Είναι εδώ. Σε βλέπει. Σου χαμογελάει. Σε πλησιάζει. Τελειώσανε τα ψέματα.
Σε χαιρετάει θερμά, φιλώντας σε σταυρωτά. Παραγγέλνει ποτό και κάθεστε αντικριστά. Η καρδιά σου σφυροκοπά μανιασμένα ενώ βλέπεις τα μάτια που τόσο λατρεύεις ακριβώς απέναντί σου, να σε κοιτούν χαρούμενα κι αυτά τα χείλη, που τόσο ποθείς, να συζητούν μαζί σου ζωηρά. Μιλάτε κι ακούς τα μισά από όσα σου λέει, αφού η καρδιά σου πλέον δεν ξεχωρίζει τον έναν χτύπο από τον άλλον και το τελικό αποτέλεσμα ακούγεται σαν βουητό. Το μυαλό σου, ακινητοποιημένο από τη λαχτάρα, κάνει απελπισμένη έκκληση βοήθειας. «Πες κάτι. Οτιδήποτε. Πες κάτι έξυπνο, πνευματώδες, πρωτότυπο, μόνο πάψε να κοιτάς λες και σ’ έχουν υπνωτίσει».
Και ξαφνικά ξυπνάς. Ανοίγεις το στόμα σου και αρθρώνεις όλες αυτές τις κουβέντες που τόσο δείλιαζες να πεις όλον αυτόν τον καιρό. Λες πόσο πολύ θέλεις τον άνθρωπο που έχεις αυτήν τη στιγμή απέναντί σου, παραδέχεσαι πως καίγεσαι από έρωτα για εκείνον, πως λατρεύεις όλες εκείνες τις μικρές και φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες που απαρτίζουν το υπέροχο για σένα σύνολο του χαρακτήρα του. Προσέχεις ότι, όσο μιλάς, το καρδιοχτύπι άλλες φορές δυναμώνει και άλλες καταλαγιάζει και ο κυματισμός αυτός σου καίει τα μάτια, σε κάνει να αισθάνεσαι ένα αίσθημα παντοδυναμίας που, εν τέλει τα κατάφερες.
Κάπως έτσι, αδειάζεις την τρικυμία του εσωτερικού σου κόσμου μπροστά στον άνθρωπο που θέλεις να γίνει το άλλο σου μισό. Καθώς σιγά-σιγά σωπαίνεις, ανοιγοκλείνεις για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα μάτια σου, που ούτε κι είχες καταλάβει πόση ώρα είχες διάπλατα ανοιχτά. Η έκφρασή σου ηρεμεί. Το έκανες. Τα κατάφερες. Τα είπες όλα, και τώρα, το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να περιμένεις, σε ένα ολιγόλεπτο πάγωμα του χρόνου. Μέχρι να έρθει η απάντηση που λαχταράς ή αυτή που απεύχεσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου