Σηκώθηκε στη μέση της νύχτας, λουσμένος στον ιδρώτα. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, τα διαπεραστικά, κόκκινα φωτάκια του ηλεκτρονικού ρολογιού πρόδιδαν ότι ήταν μια ώρα δύσκολη και ταυτόχρονα, περασμένη. Άνοιξε το παράθυρό του διάπλατα. Τα αστέρια φώτιζαν τον κατάμαυρο, νυχτερινό ουρανό, όταν, ξαφνικά, μια άτακτη φεγγαρακτίδα γλίστρησε με χάρη επάνω στα ανοιχτά παντζούρια, ξάπλωσε επάνω στο περβάζι και φώτισε το δωμάτιο. Και τότε την είδε.
Καθόταν τόσον καιρό επάνω στο γραφείο του, μα δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μαζί της ούτε λεπτό. Καθόταν εκεί, ασάλευτη, ακύμαντη και αγέρωχη, λάμποντας κάτω από το φως του φεγγαριού. Δεν είχε προσέξει ποτέ πόσο όμορφη ήταν, μέχρι που το κατάλευκό της χρώμα και η ακύμαντή της επιφάνεια να παραδοθούν στο παιχνίδισμα του φωτός. Σαν γοργόνα, σαν Νηρηίδα, σαν μια πανέμορφη Σειρήνα, της οποίας το τραγούδι είναι ταυτόχρονα τόσο πανέμορφο και τόσο επικίνδυνο. Τα βήματά του τον φέρνουν κοντά της, μια απαλή, παράδοξη δύναμη τον σπρώχνει κοντά στο νερό. Μαγεμένος από τη λευκή, απαλή της όψη, βυθίζει τα χέρια του στην ακτή της. Το λευκό της νερό είναι σαν κρύσταλλο, πεντακάθαρο και παγωμένο και του μουδιάζει για λίγο τα δάχτυλα. Αισθάνεται την ακατανίκητη ανάγκη να βουτήξει βαθιά μέσα στο λευκό νερό που τον καλεί και ποιος ξέρει τι θα συναντήσει εκεί κάτω.
Πετά τα ρούχα του και πλησιάζει στην ακρογιαλιά της. Κοντοστέκεται για λίγο και κοιτά την ανάκλασή του σώματός του στο κρυστάλλινο νερό. Βλέπει στα χέρια και στο σώμα του τις πληγές, τα κοψίματα από τα νερά ή χαρτιά της λίμνης, που έγιναν καιρό πριν, σε μια από τις απέλπιδες προσπάθειές του να παραμείνει στην επιφάνειά της. Αυτή τη φορά, όμως, όλα είναι αλλιώς. Αυτή τη φορά θέλει να εξερευνήσει και να κατακτήσει το βυθό της και θα το καταφέρει πάση θυσία.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, κάνει τρία βήματα μπροστά και βουτά στα παγωμένα της νερά. Το κρύο μουδιάζει σιγά-σιγά το σώμα και το μυαλό του και τα νερά-χαρτιά αρχίζουν να χαράσσουν απαλά το δέρμα του. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο.
Οι αμυχές και οι πληγές αρχίζουν να ανοίγουν, ζωγραφίζοντας μαύρες, λεπτές, καλλιγραφικές μονοκοντυλιές επάνω στο νερό της χάρτινης λίμνης. Στην αρχή ισχνές, λεπτές, μετά πιο έντονες, οι γραμμές και τα σχήματα λερώνουν τη λευκότητα της λίμνης και ενώνονται μεταξύ τους, σχηματίζοντας λέξεις και φράσεις. Οι πληγές πια καίνε, καθώς το μελάνι δεν ησυχάζει, μα αναβλύζει σαν πίδακας, πλημμυρίζοντας τη λίμνη, σαν ένας υγρός, κατάμαυρος δαίμονας που του καίει το δέρμα, θυμίζοντάς του το χρέος του:
«Μην το ξεχάσεις ποτέ. Είσαι καλλιτέχνης. Είσαι εσύ αυτός που πρέπει να επιζήσει από την πάλη με το εγώ του, για να πει την ιστορία και να νουθετήσει όσους δεν έχουν το κουράγιο να το κάνουν. Είσαι αυτός που πρέπει να ανασύρει τα σκοτάδια που βλέπει και παρατηρεί και να τα φέρει στο φως, όσο επώδυνο κι αν είναι. Είσαι αυτός που έχει χρέος να υπηρετεί την έννοια της δημιουργίας, για να μπορεί μετά και κάποιος άλλον να πιαστεί από το έργο σου.»
Εκείνος κλείνει σφιχτά τα μάτια του και αφήνεται στη δίνη. Το λευκό χαρτί γεμίζει λέξεις και γύρω από το παραδομένο σώμα του ποιητή πετούν οι αδυναμίες του, οι φόβοι του, οι αγάπες του, τα λάθη του, τα πάθη του, συνθέτοντας με την ηχώ τους την πιο όμορφη και την πιο περίτεχνη μελωδία. Το κάψιμο στις πληγές γλυκαίνει και το μελάνι αναβλύζει από τις φλέβες του σε ποτάμια την έμπνευση, που ζει και πεθαίνει γράφοντας ιστορίες.
Έμπνευση. Ταξίδι προς το θάνατο και τον εξορκισμό του δαίμονα, στο άδειασμα, στην ακινητοποίηση, στο πάγωμα μιας εικόνας ή μιας στιγμής με τη μορφή λέξεων και φράσεων για πάντα επάνω στο στερέωμα του λευκού χαρτιού.
Η δίνη εξασθενεί, καθώς το κύμα τον σπρώχνει προς την ακτή. Τα χέρια του είναι λερωμένα από το μελάνι, μα η καρδιά του είναι πιο ήσυχη τώρα. Τα βήματά του τον οδηγούν έξω από το νερό και, καθώς η χάρτινη λίμνη ρουφά το μελάνι μέσα στην ασάλευτη ησυχία της, θα ορκιζόταν πως την άκουσε να του ψιθυρίζει:
«Είσαι δικός μου πια.»
Αφιερωμένο στον Solmeister και στους αγαπημένους μου WNC, που μου έδωσαν το έναυσμα να γράψω αυτό το κείμενο και τους χρωστάω πολλά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου