Η ανθρώπινη επικοινωνία και οι μηχανισμοί που κατασκευάζει και χρησιμοποιεί για να μεταδώσει μηνύματα αποτελούν ίσως το πιο απαιτητικό και συνάμα, το πιο γοητευτικό κομμάτι των γλωσσολογικών σπουδών. Κάθε τομέας της γλωσσολογίας σπάει τη γλώσσα (όποια και αν είναι αυτή, καθώς οι περισσότερες από τις αρχές και τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί ανά τα χρόνια μιλούν για καθολικότητα και ομοιομορφία μεταξύ των επιμέρους γλωσσών του πλανήτη) σε μεγαλύτερα ή μικρότερα κομμάτια που διευκολύνουν κάθε φορά τη μελέτη της υπό κάποιο διαφορετικό πρίσμα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τη Φωνητική και τη Φωνολογία, που μελετούν τους φθόγγους και τις σχέσεις μεταξύ τους, τη μορφολογία, που σπάει τη λέξη σε κομμάτια και συνδέει σημασία και μορφή, τη Σύνταξη, που μελετά τη σχέση μεταξύ των στοιχείων μιας πρότασης και πολλά άλλα πρίσματα-υποαντικείμενα της Γλωσσολογίας. Σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια ανήκει και η Πραγματολογία, η οποία εξετάζει, μεταξύ άλλων, τη σημασία του συμφραζόμενου για την ολοκληρωμένη μεταφορά ενός μηνύματος, καθώς και πάμπολλες θεωρίες διαφόρων εκφάνσεων της επικοινωνίας.
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω μπορεί να φαίνεται ότι έπιασαν το θέμα «από κτίσεως κόσμου», ωστόσο χρειάζονταν, προκειμένου να εστιάσουμε σε έναν κύριο πολύ σημαντικό για τη θεώρηση της πραγματολογίας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Ο λόγος για τον Paul Grice, έναν Βρετανό φιλόσοφο της γλώσσας, ο οποίος ευθύνεται για αρκετές θεωρίες που σχετίζονται με την ανθρώπινη λεκτική επικοινωνία, μεταξύ των οποίων και αυτή που θα εξετάσουμε παρακάτω.
Όλα άρχισαν το 1989 όταν ο Grice στο βιβλίο του «Studies in the Way of Words» μίλησε για τη λεγόμενη «Αρχή της Συνεργασίας» (‘Cooperative Principle’) μεταξύ των συνομιλητών, αναφέροντας πως «η συμβολή μας σε μία συζήτηση πρέπει να γίνεται όπως αρμόζει, στην ποσότητα που αρμόζει και με σεβασμό στο νήμα της συζήτησης». Στη συνέχεια, αποπειράθηκε να ξεμπερδέψει την πολύπλοκη ανθρώπινη επικοινωνία σπάζοντας την αρχή αυτή σε τέσσερις βασικές αρχές (‘Maxims’) που είναι αναγκαίο να ακολουθηθούν, ούτως ώστε η τελευταία να καταστεί αποτελεσματική. Διευκρινίζει, μάλιστα, πως οι αρχές αυτές δεν αποτελούν εγχειρίδιο για το πώς να επικοινωνούμε σωστά και τις αντιμετωπίζει περισσότερο ως εσωτερικές υποσυνείδητες υποθέσεις που κάνουμε όταν μιλάμε. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι προβλέπει και την κατάσταση όπου οι συνομιλητές καταστρατηγούν (floute) επίτηδες τις αρχές αυτές προς χάριν της μετάδοσης ενός μηνύματος.
1. Η αλήθεια
Αρχικά, όσον αφορά στην ποιότητα της συμβολής μας στη συζήτηση, ο Grice αναφέρει πως η τελευταία πρέπει να διέπεται από «Αλήθεια». Αυτό σημαίνει πως ό,τι λέμε στο πλαίσιο μιας συζήτησης πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι σωστό και αληθές και να έχουμε αρκετά στοιχεία γνώσης ώστε να το αποδείξουμε. Και θα μου πεις τώρα, «μα αυτό δεν είναι δεδομένο ότι δε θα έπρεπε να καταστρατηγείται;». Όχι, θα σου πω εγώ, αν σκεφτείς ότι ένα κλασικό παράδειγμα επικοινωνιακής κατάστασης που παραβιάζει την αρχή της αλήθειας είναι η ειρωνεία, που λειτουργεί αντίστροφα: λες το αντίθετο από αυτό που πιστεύεις πραγματικά, προκειμένου να τονίσεις την αλήθεια της αντίθετης άποψης από αυτήν που εκφράζεις. Ελπίζω να μη σε έκαψα εντελώς.
2. Η ποσότητα όσων λέγονται
Στη συνέχεια, ο Grice αναφέρθηκε στην ποσότητα των λεγομένων μας εντός μιας συζήτησης, δηλώνοντας ότι το να μιλάμε πολύ και εκτενώς δε συμβάλλει απαραίτητα στη συζήτηση δίνοντας περισσότερες πληροφορίες. Κοινώς, είπε ότι θα πρέπει η πληροφορία που εισάγουμε στη συζήτηση να είναι αρκετή ώστε να γεφυρώνει το επικοινωνιακό χάσμα, χωρίς, ταυτόχρονα, να υπερπληροφορεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερπληροφόρησης είναι η επίδειξη γνώσεων που μπορεί κάποιος να κάνει, προκειμένου να δείξει ότι κατέχει άριστα ένα θέμα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ελλιπούς πληροφόρησης που μας έρχεται από τον αισθηματικό κόσμο είναι ο κλασικός διάλογος «-Τι έχεις; -Τίποτα.» που γίνεται μεταξύ ζευγαριών. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, το μήνυμα έχει μεγάλες πιθανότητες να μη μεταδοθεί, καθώς είτε θα χαθεί μέσα σε έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών είτε δε θα σταλθεί ευανάγνωστα από τον ομιλητή. Όπως λέει και ο ίδιος, εξάλλου, στο βιβλίο του «αν επισκευάζουμε μαζί ένα αμάξι και χρειάζομαι από εσένα τέσσερις βίδες, δεν περιμένω από εσένα να μου δώσεις δύο ή έξι».
3. Η σχετικότητα
Και πάμε στο πιο δύσκολο, κατ’ εμέ όπου χάνεται ελαφρώς η μπάλα: Σχετικότητα. Η συζητησιακή συμβολή μας θα πρέπει να είναι σχετική και αρμόζουσα στο στάδιο της συζήτησης στο οποίο βρισκόμαστε: δε γίνεται να μας ρωτά κάποιος «Τι ώρα είναι;» και να του απαντάμε «Πεινάω». Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι πάντοτε ανάλογο των σημείων αναφοράς που τίθενται και αλλάζουν κατά τη διάρκεια της συζήτησης, καθώς και της ταχύτητας με την οποία εναλλάσσονται τα θέματα μέσα στη συζήτηση: και, πίστεψε με, αν δε θέλεις να συζητήσεις κάτι άβολο για σένα (πχ, το πόσα μαθήματα -δεν- πέρασες στην εξεταστική), παραβιάζεις αυτήν την αρχή με μια απότομη και αλλοπρόσαλλη αλλαγή θέματος («Πω, πω, πάλι θα βρέξει, τα ‘χει παίξει ο καιρός!») και δεν έχεις και τύψεις.
4. Το «πώς»
Την τέταρτη και τελευταία αρχή του ο Grice την ονομάζει ‘Manner’ και την εξηγεί ως εξής: δεν έχει σημασία μόνο πόσα ή τι λες, αλλά και οι λέξεις και οι γλωσσικές δομές που θα χρησιμοποιήσεις για να τα πεις. Προφανώς, ο Grice δεν εννοεί να καταπιούμε όλοι ένα Λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη, ούτε μία Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Τζάρτζανου: εννοεί ότι οι συμβολές μας στο διάλογο πρέπει να είναι τακτοποιημένες χρονικά σε μια λογική σειρά, σύντομες, περιεκτικές και, πάνω απ’ όλα, να αντικατοπτρίζουν δια του αποτελέσματος την προσπάθειά μας να καταστήσουμε αυτό που λέμε όσο το δυνατόν πιο κατανοητό στο συνομιλητή μας. Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι μιλάμε για μια επικοινωνιακή αρχή πολύ σημαντική, την οποία, ωστόσο, πολλοί πολιτικοί ανά τον κόσμο καταστρατηγούν προς χάριν εντυπωσιασμού και πειθούς, χρησιμοποιώντας πολύπλοκο και, συχνά, ακατανόητο λεξιλόγιο και εκφραστικά μέσα όπως ο μακροπερίοδος λόγος.
Κάπου εδώ τελειώνει η σύντομη βουτιά μας στο γοητευτικό κόσμο της πραγματολογίας και των αρχών επικοινωνίας. Βλέπουμε, επομένως, ότι η επικοινωνία μας είναι το λιγότερο ένα περίπλοκο σύστημα διαδράσεων με άπειρες παραμέτρους και αμέτρητους μηχανισμούς λειτουργίας με έναν και μοναδικό, ωστόσο, σκοπό: να μεταδώσουμε όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά γίνεται τα μηνύματα που κρύβονται μέσα σε αυτό που σκεφτόμαστε, πιστεύουμε και, εν τέλει, λέμε. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις μπορούμε να δούμε και να νιώσουμε ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα με την επικοινωνία», όπως εξάλλου είχε πει και ο George Bernard Shaw, «είναι η ψευδαίσθηση ότι έλαβε χώρα».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου