«Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό» τραγούδησε κάπου το 1930 ο Αττίκ και το κοινό στη θρυλική του «Μάντρα» ανατρίχιασε από τη συγκίνηση που τους μετέδωσε. Μας είναι γνωστό από χρόνια ότι ο έρωτας και ειδικά ο πόνος που μπορεί να προκαλέσει, βάζουν φωτιά στην καλλιτεχνική δημιουργία και παραδίδουν αριστουργήματα γεμάτα συναίσθημα ενώπιον των ματιών και των αυτιών του κοινού. Στην περίπτωση του Αττίκ, ο πόνος και το ανασκάλεμα μιας παλιάς πληγής από έρωτα κατόρθωσαν να γεννήσουν σε δέκα μόλις λεπτά ένα από τα συναισθηματικότερα ελληνόφωνα κομμάτια όλων των εποχών.
Ας πάμε όμως λίγο πίσω, για να δούμε από πού άρχισαν όλα. Το ημερολόγιο γράφει 1930, όταν ο Αττίκ στήνει την περίφημη «Μάντρα» του, ένα «πρόχειρο» όπως έλεγε εκείνος, θέατρο κοντά στην Πλατεία Αγάμων (σημερινή Πλατεία Αμερικής), στην καρδιά της Αθήνας. Συνδύασε το τραγούδι με τη δραματοποίηση και το σκετς, κατά τα πρότυπα των μικρών (underground για τα τότε δεδομένα) θεατρικών σκηνών-κέντρων της Μονμάρτης. Στόχος του ήταν να βαδίσει κόντρα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής, που ήθελαν την τέχνη ως προνόμιο μιας μικρής ελίτ που έχαιρε μιας κάποιας οικονομικής επιφάνειας, δίνοντας στο λαό ένα λιτό και παράλληλα πνευματώδες θέαμα.
Ήταν ένα βράδυ, λοιπόν, σαν όλα τα υπόλοιπα όταν, ενώ ο Αττίκ ετοιμαζόταν για τη (δίωρη, όπως πάντα) παράστασή του, πληροφορείται πως στο κοινό βρίσκεται η γυναίκα με την οποία έζησε ένα σφοδρότατο έρωτα με πολύ άδοξο τέλος. Ο λόγος για την πολύ γνωστή ηθοποιό της εποχής Μαρίκα Φιλιππίδου, που υπήρξε, εκτός από μεγάλος έρωτας για τον Αττίκ, η δεύτερη σύζυγός του αλλά και η πηγή της έμπνευσής του για πολλά από τα πολύ γνωστά κομμάτια του, όπως το «Είδα μάτια», το «Κι όμως» και το «Μου ‘πες φεύγω και σ’ αφήνω». Εκείνο το βράδυ λοιπόν, η Μαρίκα βρισκόταν εκεί και το χειρότερο (για τον Αττίκ) ήταν ότι δεν ήταν μόνη της, αλλά συνοδευόταν από τον άντρα για τον οποίο τον εγκατέλειψε: τον Σταμάτη Μερκούρη, αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Ξηράς και μετέπειτα πατέρα της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη.
Και ξαφνικά, σιωπή. Και μετά από λίγο, χειροκρότημα. Το κοινό, γνωρίζοντας προφανώς ποια είναι η γυναίκα στην οποία είναι αφιερωμένο ένα από τα αγαπημένα κομμάτια του Αττίκ, του ζητά δια βοής να ερμηνεύσει το «Είδα μάτια». Αντ’ αυτού, λοιπόν, ο Αττίκ βγαίνει στη σκηνή και κοιτώντας κατάματα τη Μαρίκα και το Σταμάτη, ξεκινά να ερμηνεύει ένα τραγούδι πρωτάκουστο στο κοινό, του οποίου τους στίχους είχε τελειώσει μόλις δέκα λεπτά πριν:
«Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό
Τα περασμένα μου γινάτια
Ζητάτε είδα μάτια
Με σκίζετε κομμάτια.»
Το κοινό σωπαίνει και ακούει προσεκτικά. Άλλοι ψιλοκουβεντιάζουν, γνωρίζοντας την ιστορία και τους πρωταγωνιστές της. Άλλοι ξαναζούν κάποια αντίστοιχη δική τους στιγμή και συγκινούνται. Άλλοι, οι οποίοι έχουν οπτική επαφή με τη Μαρίκα, την κοιτούν φαρμακερά που πλήγωσε τον Αττίκ τους, τον δικό τους Αττίκ. Ενώ ο Αττίκ συνεχίζει να τραγουδά επί σκηνής, η Μαρίκα παίρνει από το χέρι το Σταμάτη και αποχωρούν άρον άρον από τη «Μάντρα», νιώθοντας ντροπή.
Σήμερα το «Ζητάτε να σας πω» αποτελεί ένα αγαπημένο, νοσταλγικό κομμάτι, από εκείνα που έχουν πια περάσει στη σφαίρα του «ρετρό», που εξακολουθεί να τραγουδιέται από πάμπολλους γνωστούς καλλιτέχνες, από Χαρούλα Αλεξίου μέχρι Μαρίζα Ρίζου και από Μανώλη Φάμελλο μέχρι Τάνια Τσανακλίδου. Ο Αττίκ, λοιπόν, κατόρθωσε (και όχι μόνο αυτή τη φορά) να κάνει το δικό του ζόρι μουσικό παραμύθι και να ταξιδέψει τον κόσμο μέσα από τις μουσικές του, το συναίσθημα και το κέφι του: έναν κόσμο που έζησε ανάμεσα σε δύο πολέμους, έχοντας πάντα πίσω του τις πληγές του πρώτου και μπροστά του την απειλή του δεύτερου και παρ’ όλα αυτά γιόρτασε στο έπακρο όποτε του δόθηκε η ευκαιρία την πανηγυρική νίκη της ζωής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου