Δε θυμάμαι καν πώς άρχισαν όλα, θυμάμαι μόνο πως η ιστορία αυτή μου φάνηκε σαν να κράτησε αιώνες, ενώ η πραγματική της διάρκεια ήταν μόλις κάποιοι μήνες. Ήταν ένα ηλιόλουστο, μα κρύο μεσημέρι, από αυτά που προσπαθούν απέλπιδα να φέρουν έστω και για λίγο το καλοκαίρι μέσα στην καρδιά του χειμώνα, όταν ήρθες και σφηνώθηκες στο μυαλό μου. Έτσι, ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση, ήρθες και αναστάτωσες όλη μου τη σκέψη. Έρωτας; Μπορεί. Εμμονή; Σίγουρα.

Έτσι, έβρισκα μικρές μικρές στιγμές μέσα στη μέρα για να περνώ από εκεί που ήταν σίγουρο ότι θα σε βρω. Λίγος κλεμμένος χρόνος κοντά σου, πάντα με τα χέρια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να κλωτσάει το στήθος μου, με διάθεση να βγει έξω και να στα πει όλα. Ποια όλα; Άμα τη ρωτούσες, ούτε εκείνη θα ήξερε από που ν’ αρχίσει. Δύσκολο, έως ακατόρθωτο να βάλεις σε σειρά το χάος…

Και μετά; Μετά σιωπή. Μετά πέρασε πάρα πολύς καιρός χωρίς να σε δω. Άλλοι το είδαν σαν μια ευκαιρία να αρχίσει να στρίβει πάλι ο δίσκος στο πικάπ και να τραβήξουμε και οι δυο μας έναν άλλο δρόμο. Το μυαλό μου, όμως, και πάλι, είχε εντελώς αντίθετη άποψη, αφού δεν πέρασε μέρα που να μην κουβαλά τη σκέψη σου, άλλες φορές γλυκά και άλλες με ένα μεγάλο, παραπονεμένο «γιατί;». Γιατί μαζί σου ηττήθηκα, χωρίς να έχω καν την ευκαιρία να προσπαθήσω;

Αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα έπαιζαν στο μυαλό μου σε replay, από κοινού με τις σκηνές στις οποίες είχαμε συνυπάρξει. Αναζητούσα τη λύση με λύσσα, σχεδόν εμμονικά, την απάντηση εκείνη που είτε θα με έκανε να ξεκολλήσω και να σε αφήσω πίσω μου είτε θα με ωθούσε να γυρίσω πίσω, να σε βρω και να διορθώσω το όποιο λάθος μου.

Οι μήνες κύλησαν και μας έφεραν στο σήμερα, ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ. Εκεί σε είδα ξανά, εκεί που σε γνώρισα, εκεί που σε έβλεπα πάντα, να πίνεις τη μπίρα σου, σαν να ήσουν πάντα εκεί, σαν να μην εξαφανίστηκες ποτέ. Σε κοιτώ, χαμογελώ και εκεί συμβαίνει το αναπάντεχο: εκεί που περιμένω να νιώσω την καρδιά μου να γλιστρά στα πόδια μου πριν προλάβω να την πιάσω, ξαφνικά κενό. Μπλε οθόνη. Τίποτα.

Περίμενα το δριμύ και αβάσταχτο χτυποκάρδι. Περίμενα να με λούσει κρύος ιδρώτας και να ασπρίσω. Περίμενα να πνιγεί η ανάσα μου και να κοπούν τα πόδια μου, μην υπακούοντας στο υπόλοιπο σώμα μου. Μα τίποτα από αυτά δε συνέβη.

Πώς γίνεται; Που πήγε όλος αυτός ο ορυμαγδός συναισθημάτων και σκέψεων που με κατέκλυζε και μόνο με την αναφορά του ονόματός σου; Πώς γίνεται μήνες επί μηνών λυσσαλέας προσπάθειας να σε βγάλω από το μυαλό μου να λήγουν με ένα απλό γύρισμα του διακόπτη; Λες, τελικά, να τα κατάφερα; Μπα, είναι από το σοκ που σε είδα μετά από τόσο καιρό. Αλλά, και πάλι, τα σοκ είναι πρόσκαιρα, γιατί δεν υποχωρεί το κενό; Τι συμβαίνει, επιτέλους;

Γυρνάς το κεφάλι σου και με κοιτάς, οριακά σαν να βλέπεις κάποιο φάντασμα. Σου χαμογελώ, σου γνέφω «γεια χαρά!» και κάθομαι στο τραπέζι μου. Στο τραπέζι εκείνο στο οποίο πάντα στραβολαίμιαζα για να σε κοιτώ από μακριά. Για να δω. Τώρα έχω αράξει και μπορώ να σε κοιτώ κατά πρόσωπο, χωρίς να καίγομαι. Χωρίς να φοβάμαι μη με μαρμαρώσει η Μέδουσα. Σήμερα κρατάω την ασπίδα του Περσέα, που έτσι, χωρίς κανένα ρομαντισμό, ονομάζεται απλά «ο κύκλος έκλεισε».

Η ώρα περνά και η ηρεμία συνεχίζεται, μεταλλάσσεται, περνά σε άλλη σφαίρα. Τώρα είμαι ήρεμη, ήσυχη, ακόμη κι αν είσαι εδώ. Βασικά δε με απασχολεί πια, είτε είσαι είτε δεν είσαι εδώ, το ίδιο μου κάνει. Τα κατάφερα, τελικά. Σε νίκησα. Τουλάχιστον για την ώρα. Θα σε έχω νικήσει εντελώς όταν θα γυρίσω σπίτι ξημερώματα και δε θα σε σκεφτώ. Θα σε έχω νικήσει κατά κράτος όταν ξυπνήσω το πρωί και το μυαλό μου δε λοκάρει κατευθείαν στο πρόσωπό σου. Μέχρι τότε, ας απολαύσω τη νίκη μου στο έπακρο.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου