«Εκδίκηση»: μια έννοια που έχει αποτελέσει άλλοτε κινητήριο δύναμη και άλλοτε πηγή ολικής καταστροφής για τους εμπλεκόμενους σε αυτήν και ειδικότερα, γι’ αυτόν, στο μυαλό του οποίου φωλιάζει. Σήμερα, ως «εκδίκηση» ορίζεται η «ανταπόδοση μιας βλαπτικής για εμάς ενέργειας, μιας αδικίας που μας έγινε ή μιας προσβολής προς το πρόσωπό μας». Στην Αρχαία Ελλάδα, ο όρος «εκδίκηση» παρουσίαζε μια άρρηκτη σύνδεση με τον όρο «δικαιοσύνη», γεγονός το οποίο γίνεται φανερό, εάν αναλογιστεί κανείς το μοτίβο και τη δομή που ακολουθεί η πλοκή και η εξέλιξη μιας οποιασδήποτε αρχαίας τραγωδίας: Ύβρις-Νέμεσις-Λύσις.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ποια συναισθήματα και ποιες συνειδητοποιήσεις πυροδοτούν την εκδίκηση; Τα πάντα ξεκινούν από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι κάποιος προσπαθεί να διεκδικήσει κάτι που θεωρούμε ότι μας ανήκει ή (συχνότερα) μας στερεί κάτι που δικαιωματικά θεωρούμε πως μας αξίζει. Η προσβολή αυτή, η οποία μπορεί να είναι οποιουδήποτε είδους, αποτελεί την πληγή η οποία, σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή Αισχύλο, πρέπει να πληρωθεί με πληγή. Η θλίψη, η οργή και ο πόνος που γεννιούνται και φουντώνουν μέσα μας ενισχύουν τη δίψα μας για εκδίκηση και ανταπόδωση του χτυπήματος, όπως το θηρίο, που βρυχάται σπαρακτικά όταν έχει μόλις πληγωθεί από ένα βέλος ή μια σφαίρα.
Τώρα νιώθουμε ότι ο εγωισμός, η προσωπικότητα ή/και η αξιοπρέπειά μας έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Ήρθε η στιγμή να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και να σκεφτούμε, άλλοι εν βρασμώ ψυχής και άλλοι με απόλυτη ψυχραιμία, το επόμενό μας βήμα – την αντεπίθεση. Μοναδικός μας στόχος: να πονέσουμε το πρόσωπο που μας προσέβαλε ή μας έβλαψε με την ίδια ή/και μεγαλύτερη ένταση από αυτήν με την οποία πονέσαμε εμείς. Γιατί «υπερέβη τα εσκαμμένα», γιατί «του αξίζει όσο και να πονέσει», γιατί «εμένα, όποιος με πειράξει, θα το πληρώσει πολύ ακριβά».
Έτσι, λοιπόν, περνάμε από την Ύβρη στη Νέμεση, δηλαδή στην τιμωρία όποιου μας έκανε κακό. Το πλάνο της εκδίκησης έχει σχεδιαστεί με λεπτομέρεια ανάλογη της ψυχραιμίας που μπορούμε, παρ’ ό,τι πληγωμένοι, να επιστρατεύσουμε, και ήρθε η ώρα του να πάρει σάρκα και οστά. Όταν έρχεται, τελικά, η ώρα μας να πάρουμε εκδίκηση, γινόμαστε κι εμείς για λίγο οι «θεοί» που, στην Αρχαία Τραγωδία, τιμωρούν τον άνθρωπο που διέπραξε «Ύβρη», προκειμένου να αποκατασταθεί η έννομος τάξη. Τόσο παντοδύναμοι και τόσο άτρωτοι αισθανόμαστε εμείς, όσο εκμηδενίζουμε αυτόν που μας έβλαψε, γεμίζοντας, ταυτόχρονα, και με το γνωστό σε πολλούς αίσθημα αυτής της «evil» ικανοποίησης, το μεθυστικό αυτό μούδιασμα, που σηματοδοτεί ότι «πήραμε το αίμα μας πίσω».
Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο δρόμοι και η επιλογή του αν θα διαλέξεις τον ένα ή τον άλλον εξαρτάται από το πόσο απολαμβάνει κανείς αυτό το αίσθημα της παντοδυναμίας που κατακλύζει κάθε του κύτταρο. Ο ένας δρόμος είναι αυτός της λαχτάρας και της αδηφαγίας, καθώς ο εκμηδενισμός αυτού που υφίσταται την εκδίκηση δεν στέκεται αρκετός να σβήσει τη δίψα μας για εκδίκηση, οπότε η εκδίκηση συνεχίζεται, συχνά έχοντας αθώες παράπλευρες απώλειες ή καταλήγοντας να είναι αυτοκαταστροφική.
Ο Κομφούκιος έλεγε «πριν ξεκινήσεις το ταξίδι σου για εκδίκηση, σκάψε δύο λάκκους», εννοώντας ότι, όταν η εκδίκηση γίνεται αυτοσκοπός για έναν άνθρωπο, είναι πολύ πιθανόν να χαθεί ένα κομμάτι από τον εαυτό του και τις αξίες του στη διαδρομή, λόγω της εμμονικής ενασχόλησης με το σχέδιο της εκδίκησης. Με άλλα λόγια, η εκδίκηση είναι σαν μια κάμερα με ακραίες διαβαθμίσεις στη ρύθμιση της εστίασης και θολούρας, κοιτάζοντας μέσα από την οποία κάνουμε focus μόνο σε αυτόν που θέλουμε να εκδικηθούμε, μη βλέποντας μπροστά μας τίποτε άλλο και, κατά συνέπεια, μη δίνοντας σημασία στις «παγίδες» που μπορεί να μας καταπιούν.
Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος των τύψεων συνειδήσεως, οι οποίες κυρίως προέρχονται από το ότι συνειδητά έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι το γλυκό αυτό μούδιασμα της ικανοποίησης περί της αποκατάστασης της δικαιοσύνης είναι μία απόλαυση ένοχη. Είναι πολύ συχνό φαινόμενο να έχουμε πάρει την εκδίκησή μας και να αισθανόμαστε ότι ο τρόπος με τον οποίο φερθήκαμε όχι μόνο δεν μας αντιπροσωπεύει, αλλά μας κάνει αυτόματα «κακούς ανθρώπους».Οι τύψεις έχουν κατά βάση σχέση με εμάς και τη σκέψη ότι, επιλέγοντας την εκδίκηση και όχι τη συγχώρεση, υποπέσαμε στο «λάθος» να αφήσουμε τον πόνο και την οργή μας να μας κατευθύνει και, κατά συνέπεια, δεν είχαμε τη δύναμη να υπάρξουμε «κύριοι του εαυτού μας».
Κλείνοντας, λοιπόν, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η εκδίκηση (και, ακόμα περισσότερο, η διάθεση για εκδίκηση) μπορεί να αποτελέσει κίνητρο να βρούμε ξανά τη χαμένη μας δύναμη ή να εξερευνήσουμε πτυχές του χαρακτήρα μας που μπορεί, μέχρι εκείνη τη στιγμή, να μη γνωρίζαμε καν ότι υπάρχουν. Besides, είναι ανθρώπινο να νιώσουμε θυμό ή οργή και να θελήσουμε να προξενήσουμε τον ίδιο πόνο με αυτόν που νιώσαμε. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» της Παλαιάς Διαθήκης ή το «μία σου και μία μου» του θυμόσοφου λαού, πέρα από το αυτοκαταστροφικό στοιχείο που ενδεχομένως να ενέχουν, ίσως και να μη μας δώσουν την ικανοποίηση και την αποκατάσταση του δικαίου που τόσο αναζητούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου