Sylvia Plath: μια από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της Αμερικής, καθώς και μια από τις πολύ σημαντικές προσωπικότητες που έζησαν και έδρασαν τον αιώνα που πέρασε. Πολλοί λένε πως, εάν κανείς δεν έχει διαβάσει Sylvia Plath ή Emily Dickinson, χάνει ένα μεγάλο κομμάτι της παγκόσμιας λογοτεχνίας που ακούει στο όνομα «γυναικεία» ποίηση. Δεν είναι, όμως, μόνο γι’ αυτό σημαντική: κυρίως είναι γιατί, μέσω της γραφής της και της ζωής της άνοιξε το δρόμο και έδωσε χώρο σε πολλούς μεταγενέστερους δημιουργούς να εκφραστούν μέσω της ποίησης χρησιμοποιώντας κυρίως στοιχεία και βιώματα δικά τους, είτε γραμμένα ωμά και απερίφραστα είτε υπό το πρίσμα κάποιου διαμεσολαβητικού αφηγητή. Με άλλα λόγια, η ποιήτρια αυτή, από κοινού με δυο ακόμη ποιητές, τον Robert Lowell (σεμινάρια γραφής του οποίου παρακολούθησε) και την Anne Sexton τελειοποίησαν και ναυπήγησαν ένα πολύ σημαντικό «πολεμικό πλοίο» για την παγκόσμια λογοτεχνία, τη λεγόμενη «εξομολογητική ποίηση».
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Το ημερολόγιο γράφει 1940 και η μικρή Plath, μόλις στα οχτώ της χρόνια τότε, εκδίδει το πρώτο της ποίημα. Έκτοτε, δημοσιεύει πάμπολλα ποιήματα, μικρά διηγήματα αλλά και ένα σχεδόν αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, το “The Bell Jar”, κερδίζοντας, παράλληλα, πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του “Mademoiselle”, γνωστού περιοδικού της εποχής.
Μια από τις πιο γνωστές κατηγορίες ποιημάτων της είναι τα Bee Poems, που αντλούν την έμπνευσή τους από την ενασχόληση του πατέρα της, Otto Plath, με τη μελισσουργία. Πρόκειται για ποιήματα που υμνούν (με τη χαρακτηριστική θλίψη, ωστόσο, της ποιήτριας) την έννοια της ζωής και της ελπίδας, με έμφαση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι μέλισσες στο πλαίσιο μιας κυψέλης και ειδικά στη δύναμη της βασίλισσας μέλισσας, η οποία αποτελεί το συμβολισμό για τη ζωή και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής. Χαρακτηριστικά, στην πρώτη και τη δεύτερη στροφή του The Bee Meeting, που αποτελεί το πρώτο ποίημα της σειράς των Bee Poems, η Sylvia Plath περιγράφει γλαφυρά και με ζωηρές εικόνες πόσο απροστάτευτη μπορεί να νιώθει μια γυναίκα μέσα σε ένα «καλοκαιρινό φόρεμα χωρίς μανίκια» μπροστά σε μια ορδή «δυνατών» ανδρών που την περιμένουν μπροστά σε μια γέφυρα, λήγοντας τη δεύτερη στροφή με τη δήλωση «Τhey will not smell my fear, my fear, my fear».
Ένα ακόμα θέμα που παρατηρείται στα ποιήματά της είναι η σχέση της με το αντίθετο φύλο, μια σχέση φόβου και καταπίεσης, που ανακλά σε μεγάλο βαθμό τη σχέση της με τον πατέρα της ο οποίος, εκτός από μελισσουργός, υπήρξε μετανάστης δεύτερης γενιάς στην Αμερική με καταγωγή από τη Γερμανία και φανατικός υποστηρικτής των Ναζί. Η οπτική της ποιήτριας για εκείνον περιγράφεται σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά της που τιτλοφορείται «Daddy». Πέραν της αξιοσημείωτης και ακραίας ποιητικής αντίθεσης, επάνω στην οποία δομείται το κείμενο, που θέλει τη δημιουργό να περιγράφει τον πατέρα της με εικόνες ακραίας φρίκης επάνω στο ρυθμό ενός παιδικού νανουρίσματος, στο ποίημα απαντάται η δήλωση “Every woman adores a Fascist”, ανακλώντας τη σκέψη και την οπτική απειράριθμων γυναικών της εποχής της που υπέφεραν κάτω από το ζυγό πιεστικών συζύγων, αδελφών και πατεράδων, νιώθοντας ανήμπορες και απροστάτευτες. Ωστόσο, η Sylvia αποφασίζει να κλείσει το κείμενο ελπιδοφόρα, ορθώνοντας το ανάστημά της, κοιτώντας τους δαίμονές της ίσια στα μάτια και φωνάζοντάς τους “Daddy, daddy, you bastard, I’ m through”.
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, πως μιλάμε για μια πολύ βασανισμένη ψυχή, μια γυναίκα που βίωνε τα πάντα στο κόκκινο και μετέτρεπε την ταραχή και τη θλίψη της σε λέξεις που διαδέχονταν οι μία την άλλη, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη στο δράμα της και παράλληλα δημιουργώντας του μια ακατανίκητη επιθυμία να τη σώσει. Παρ’ όλα αυτά, στα τριάντα της χρόνια, έχοντας ήδη δύο παιδιά και έναν διαλυμένο γάμο με το γνωστό ποιητή της εποχής Ted Hughes, η Sylvia Plath βάζει τέλος στη ζωή της. Είχε αποπειραθεί και άλλες φορές στο παρελθόν, με πρώτη εκείνη του 1958, όταν πήρε μεγάλη δόση από τα ηρεμιστικά χάπια της μητέρας της. Αφού γλίτωσε, λίγους μήνες μετά, έγραψε στο ημερολόγιο της: “It is as if my life were magically run by two electric currents: joyous positive and despairing negative—whichever is running at the moment dominates my life, floods it”, μια κουβέντα που χρωματίζει με τα ζωηρότερα χρώματα την εικόνα ενός πολύ εύθραυστου και ταραγμένου ψυχισμού.
Φημολογείται πως το τελευταίο της ποίημα ήταν το «Edge», το οποίο περιγράφει, όπως και πολλά άλλα, το θάνατο, ως μια εμπειρία στην οποία όλο το σώμα και όλη η ψυχή συμμετέχει και παραδίδεται κομμάτι-κομμάτι στο έρεβος. Χαρακτηριστικό της ποίησης της είναι η απλότητα των φράσεών της, που όμως είναι ικανή με ένα δικό της τρόπο να μεταδώσει τα πιο δυνατά συναισθήματα. Κλείνοντας, λοιπόν, όπως θα έλεγε και εκείνη:
«Feet seem to be saying:
We have come so far, it is over.»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου