Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν άρχισε το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος να βάζει τα θεμέλιά του, το θέατρο ήταν ίσως η πιο κοινή μορφή διασκέδασης. Κι όλα αυτά πριν δώσει τα σκήπτρα του στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Το νεοελληνικό θέατρο, έχοντας ήδη τις παρακαταθήκες του από το αρχαίο, αρχίζει πλέον να ανθεί και στη σκηνή του θα ανεβούν όλα εκείνα τα ονόματα που θα το φέρουν στην κορυφή: Κάρολος Κουν, Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Χορν και πολλοί άλλοι.

Η θέση της γυναίκας την εποχή εκείνη στην ελληνική κοινωνία προσδιοριζόταν από το οικονομικό στάτους και την κοινωνική θέση της εκάστοτε οικογένειας και πολύ συχνά το επάγγελμα της ηθοποιού συνδεόταν με στερεότυπα περί ήθους και χαρακτήρα. Υπήρξαν όμως κάποιες γυναίκες που κατάφεραν να ανέβουν στο θεατρικό σανίδι και ν’ αποδείξουν ότι το ταλέντο σίγουρα δε γνωρίζει φύλο και δεν κάνει διακρίσεις. Μπόρεσαν, εν ολίγοις, να περάσουν μέσα από 40 κύματα, για να αποδείξουν την αξία τους και ν’ ανοίξουν τον δρόμο στις νεότερες ηθοποιούς. Από τη Μαρίκα και την Κυβέλη στην Έλλη και την Κατίνα, όλα τα ιερά τέρατα του νεοελληνικού θεάτρου κατάφεραν να στρέψουν όλα τα βλέμματα πάνω τους, όχι γιατί είχαν κάποια όμορφη σκηνική παρουσία, αλλά γιατί το ταλέντο τους είχε αγγίξει και ξεπεράσει τη σφαίρα του μυθικού.

 

Κυβέλη Ανδριανού (1888;-1978) 

Και σκέτο «Κυβέλη» να έλεγες, όλοι ήξεραν για ποια μιλούσες. Η Κυβέλη θεωρείται μέχρι σήμερα η μεγάλη κυρία του ελληνικού θεάτρου. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 ή το 1888 και υπήρξαν φήμες ότι ήταν νόθο παιδί του Βασιλιά Γεωργίου Α’. Στα πρώτα βήματά της στο θεατρικό σανίδι θα έχει για μέντορά της τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, ενώ στο πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο θα σταθεί επάξια ως «Ιουλιέτα» δίπλα στον «Ρωμαίο» Μήτσο Μυράτ. Ο έρωτάς τους κεραυνοβόλος κι ο γάμος τους θα τους χαρίσει 2 παιδιά: τον Αλέξανδρο και τη Μιράντα.

Για πολλά χρόνια θα μεγαλουργήσει σε ρόλους όπως στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή αλλά κι ως Εδβίγη στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν. Η δυνατότητά της να ερμηνεύει ρόλους από διάφορα θεατρικά είδη εξίσου καλά, την καθιέρωσαν και την ανέδειξαν. Στη Νέα Σκηνή του Χρηστομάνου θα σταθεί για πολλά χρόνια, αλλά ένας ξαφνικός έρωτας με τον Κώστα Θεοδωρίδη θα την οδηγήσει στο Παρίσι του 1906. Θα αποκτήσει μια κόρη μαζί του, την Αλίκη, αλλά στην Ελλάδα θα κατηγορηθεί για μοιχαλίδα. Κατάφερε όμως και στάθηκε ξανά στα πόδια της κι έγινε η ίδια θιασάρχης, ανεβάζοντας κυρίως έργα του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Λίγο καιρό μετά, σε ένα ταξίδι της στη Χίο, θα γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον τότε Νομάρχη Χίου Γεώργιο Α. Παπανδρέου. Η σχέση τους ήταν αρκετό καιρό κρυφή αλλά τους χάρισε ένα γιο, τον Γεώργιο και λίγο καιρό μετά παντρεύτηκαν σε μια μυστική τελετή.

 

Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954)

Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν παιδί ηθοποιών, ανέβηκε στο σανίδι για πρώτη φορά σε ηλικία 5 ετών και στα 21 της είχε δικό της θίασο. Το μπρίο κι ο αέρας που εξέπεμπε μαγνήτιζε τον κόσμο γύρω της. Διακρίθηκε κυρίως σε τραγικούς ρόλους, χωρίς όμως αυτό να την περιορίσει. Με το ίδιο ταλέντο που έπαιζε την «Ηλέκτρα», έπαιζε και τον «Πουκ» από το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας». Ο θυελλώδης έρωτας που έζησε με τον Ίωνα Δραγούμη και η συμβίωσή τους χωρίς γάμο για πάνω από 10 χρόνια, θ’ αποτελέσει σκάνδαλο για την κοινωνία της εποχής. Η δολοφονία του Δραγούμη από οπαδούς του Βενιζέλου θα την κάνουν να ταχθεί ανοικτά υπέρ των βασιλικών και μέσα από παραστάσεις που ανεβάζει θα περάσει τα δικά της πολιτικά μηνύματα. Όπως και το αντίπαλο δέος της, η Κυβέλη, έτσι κι αυτή, κάθε φορά που «έπεφτε», όρθωνε το ανάστημα και το ταλέντο της στη σκηνή και ξαναγύριζε.

Λίγο πριν την Κατοχή κι ενώ ο κόσμος θέλει τις δυο μεγάλες πρωταγωνίστριες να σφάζονται και να βρίσκονται σε πόλεμο εντός κι εκτός θεατρικής σκηνής, θα ενώσουν τις δυνάμεις τους κι από το 1932 μέχρι και το 1934 θα ανεβάσουν παραστάσεις που θα γράψουν ιστορία. Λίγο καιρό μετά, η Κυβέλη θα φύγει στη Μέση Ανατολή με τον Παπανδρέου και θα γυρίσει το 1950, για να κάνει ένα ακόμα δυναμικό comeback. Για λίγα χρόνια θα συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και το 1967 θα αποσυρθεί, έχοντας παίξει και σε δύο κινηματογραφικές ταινίες. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή θα πει στη νεαρή τότε Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Μη δίνεις σημασία στην ομορφιά. Κοίταξε τη σωστή ερμηνεία του ρόλου σου, δώσε την ψυχή σου και ξέχνα την ομορφιά. Η Κοτοπούλη ήταν άσχημη. Όταν όμως έπαιζε ήταν τόσο μεγάλη που όλοι την έβρισκαν ωραία!…»

Η Κοτοπούλη, αν και φιλομοναρχική, θα περάσει την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα, όπου θα χρησιμοποιήσει το θέατρό της, για να κρύψει έλληνες αριστερούς. Με τον σύζυγό της, Γεώργιο Χέλμη, θα ανεβάσουν πολλές παραστάσεις και ιδρύσουν τη «Δραματική Σχολή Μαρίκας Κοτοπούλη» για νέους ηθοποιούς, από όπου θα αναδειχτούν μεγάλα ταλέντα. Η ίδια θα φύγει από τη ζωή το 1954, χωρίς απογόνους, αλλά έχοντας αφήσει πλούσιο έργο και παρακαταθήκη το «Βραβείο Μαρίκα Κοτοπούλη» για νέες ελληνίδες ηθοποιούς.

 

Κατίνα Κωνσταντοπούλου – Παξινού (1900-1973)

Ο δρόμος που άνοιξαν οι δύο μεγάλες πρωταγωνίστριες, Κυβέλη και Κοτοπούλη, ανέδειξαν πολλά ταλέντα, όπως αυτό της Κατίνας Κωνσταντοπούλου-Παξινού. Γεννημένη στον Πειραιά από ευκατάστατη οικογένεια, ήταν αρκετά ζωηρή για τα δεδομένα της τότε κοινωνίας και πήγε στην Ελβετία εσώκλειστη, όπου σπούδασε μουσική και τραγούδι. Λίγα χρόνια μετά θα παντρευτεί τον επιχειρηματία Παξινό και θ’ αποκτήσει δύο κόρες. Ούσα πνευματικό τέκνο της Κοτοπούλη, το 1929 ερμήνευσε δίπλα της τον πρώτο της δραματικό ρόλο στο έργο «La femme nue» του Μπατάιγ.

Το 1931 θα μπει στο θίασο του Αλέξη Μινωτή, θα παντρευτούν και θα μετακομίσουν στις Η.Π.Α. όπου θα γνωρίσει μέρες δόξας και αναγνώρισης. Εκεί το 1944 θα κερδίσει το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου για τον ρόλο της Πιλάρ στην ταινία «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» του Σαμ Γουντ. Θα περάσει στην ιστορία ως η πρώτη ελληνίδα που κατακτά το χρυσό αγαλματίδιο, αλλά και η πρώτη μη-Αμερικανίδα που βραβεύεται από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου. Οι ερμηνείες της σε έργα όπως «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Η τρελή του Σαγιώ» και «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» χαρακτηρίζονται από τη μουσικότητά της αλλά και την τρομερή εκφραστικότητα των κινήσεών της. Κι όπως αναφέρει ο κριτικός θεάτρου και συγγραφέας Κώστας Γεωργουσόπουλος: «(Η Παξινού) …δημιούργησε, προσέφερε, γνώρισε περιπέτειες, κέρδισε βραβεία, αποθεώθηκε, πάνω απ’ όλα όμως ξεχώρισε ως άνθρωπος, με την απλότητα και τη ζεστασιά της». Έφυγε το 1973 σε μια άνιση μάχη με την επάρατη νόσο.

 

Έλλη Λαμπέτη (1926-1983)

Η Έλλη Λούκου γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής το 1926 και λίγο πριν εμφανιστεί μπροστά στη Μαρίκα Κοτοπούλη, για να δώσει εξετάσεις να μπει στη Δραματική της σχολή, άλλαξε το επίθετό της σε «Λαμπέτη». Όταν η Μαρίκα αντίκρισε για πρώτη φορά το μικρόσωμο 14χρονο κορίτσι, τη χαρακτήρισε «ψίχουλο». Η μικρή Έλλη όμως, κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο της και να μπει μέσα σ’ έναν χρόνο στο θίασο της Κοτοπούλη, η οποία τη στήριξε σθεναρά παρόλο που την είχαν απορρίψει άλλοι θίασοι, λόγω του ότι ήταν ψευδή. Η Κοτοπούλη της έδειξε τον τρόπο να μετατρέψει το ελάττωμα αυτό σε δύναμη κι έτσι το «Λαμπετάκι» έλαμπε σε κάθε παράσταση.

Λίγο μετά την Κατοχή θ’ αφήσει την Κοτοπούλη για να μπει στο θίασο του Κώστα Μουσούρη, κάτι που θα τη φέρει σε ρήξη με την καθηγήτριά της. Παρ’ όλα αυτά η Μαρίκα θα μείνει μια πιστή σύμβουλος για την Έλλη για όσα χρόνια μπόρεσε να την καμαρώσει στο θεατρικό σανίδι. Η σχέση της Έλλης Λαμπέτη με τον Δημήτρη Χορν –τόσο η επαγγελματική όσο και η προσωπική – είναι κι αυτή που θα την καταξιώσει ως πρωταγωνίστρια. Με τον δικό τους θίασο θα περιοδεύσουν στο εξωτερικό, ενώ η ταινία «Η Κάλπικη Λίρα» του 1955 θα χαρακτηριστεί ως η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Το 1958 θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Τελευταίο ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη· ήταν υποψήφια για βραβείο BAFTA A’ γυναικείου ρόλου της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Η μοίρα όμως της έπαιζε αρκετά συχνά άσχημα παιχνίδια. Με τον τρίτο της σύζυγο, τον Αμερικανό συγγραφέα Frederic Wakeman, θα υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, την Ελίζα, την οποία όμως θα διεκδικήσει η φυσική της οικογένεια δικαστικά και θα την πάρει, αφήνοντάς την ένα ψυχολογικό ράκος. Έχοντας χάσει το δίδυμο αδερφό της από φυματίωση και τη μαμά της από μια άσπονδη σφαίρα, θα έρθει η ίδια κι οι αδερφές της αντιμέτωπες με τον καρκίνο. Η μάχη που έδωσε ήταν κι η τελευταία παράσταση της ζωής της. Θα αφήσει την τελευταία της πνοή στη Νέα Υόρκη το 1983, ψιθυρίζοντας στην αδερφή της: «Αντιγόνη, είμαστε παιδιά ενός κατώτερου θεού…»

 

Πηγή φωτογραφίας

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου