Η απώλεια είναι απώλεια. Δε μετριέται, είναι μία. Αφήνει ίχνη, σημάδια, ουλές. Θέλεις να την πεις χωρισμό χωρίς επιστροφή, θέλεις να την πεις θάνατο, όπως και να ‘χει, είναι ένα κενό. Ένα κενό που δεν ξαναγεμίζει. Λίγο σαν εκείνο το γυαλί που λέγανε οι παλιοί, που αν ραγίσει δεν ξανακολλάει.
Χτύπησε το χέρι του ο άλλος κι ένας άλλος έσπασε το πόδι του. Ο γιατρός τον ρωτάει αν πονάει πολύ, για να του δώσει παυσίπονα. Κάποια στιγμή του περνάει και το ‘χει στο μυαλό του σαν μια παλιά κακιά ανάμνηση. Ναι, πονάει, αλλά αυτός ο πόνος περνάει. Με παυσίπονα, με φυσικοθεραπεία, με τον καιρό, αλλά περνάει. Με την απώλεια τι γίνεται; Εκεί αποκτάς ένα κενό για όλη σου τη ζωή και προσπαθείς μάταια να το γεμίζεις καθημερινά με σκέψεις: «Θα ‘θελα να ήταν εδώ», «Θέλω να πάρω τηλέφωνο και να πω αυτό κι αυτό», «Αχ και να ήταν εδώ να δει αυτό» κι άλλα συναφή.
Διαβάζαμε ψυχολογία στο πανεπιστήμιο και σε μία παράγραφο, απ’ τις χιλιάδες, μία Καναδέζα ψυχολόγος έγραψε ότι ο πόνος του χωρισμού είναι ίδιος με τον πόνο του θανάτου. Καταπραΰνεται μόνο απ’ το γεγονός ότι το άτομο που έφυγε, στην πρώτη περίπτωση, υπάρχει κι η ελπίδα να ξαναγυρίσει επουλώνει την πληγή. Τι γίνεται, όμως, στη δεύτερη περίπτωση;
Σε αυτή τη γαμημένη δεύτερη περίπτωση έρχονται όλοι να σου πουν το κλασικό «Κι η ζωή συνεχίζεται…». Συνεχίζεται, ναι, αλλά το κενό μένει εκεί. Το έχει σκάψει η πληγή τόσο βαθιά κι ενώ αυτή δείχνει να κλείνει, το κενό υπάρχει. Και, φυσικά, το κουβαλάς μια ζωή. Όσο μαθημένος κι αν είσαι στις απώλειες. Έρχονται και διάφοροι άνθρωποι, γκόμενοι και γκόμενες, φίλοι και φίλες με πολλά εισαγωγικά να σπάσουν την κρούστα της επούλωσης και να ξύσουν το κενό, μέχρι να ξαναματώσει.
Η πιο ηλίθια ερώτηση είναι πόσο πολύ πονάς. Δεν μπορείς, ρε φίλε, να το ζυγίσεις, ούτε να το μετρήσεις, ούτε να το υπολογίσεις. Ναι, στη ζωή όλα είναι μαθηματικά, αλλά όλα έχουν κι όρια. Όποιος βρει ζυγαριά ή μηχάνημα που θα μετράει αυτόν τον πόνο, εγώ θα τον προσκυνήσω. Κι όποιος βρει μεζούρα, μέσα θα ‘μαι. Αλλά μέχρι τότε ας βγάλετε, όσοι δε νιώθετε, τον σκασμό, παρακαλώ.
Στην αρχή είναι το σοκ της απώλειας και μετά τα στάδια του πόνου. Πρέπει να τα περάσεις, για να μάθεις να το διαχειρίζεσαι. Υπάρχουν πάντα κι οι εύκολοι τρόποι, αλλά αυτοί είναι προσωρινοί και χειροτερεύουν την κατάσταση. Αν δεν παλέψεις με το θηρίο, όσες παρωπίδες και να βάλεις, όσες φορές και να κλείσεις τα μάτια σου, θα ‘ναι εκεί -κι ας μην το βλέπεις. Για παράδειγμα, σκέψου το μαύρο και το άσπρο ως χρώματα. Βάλε σε ένα ποτηράκι μαύρο και μετά προσπάθησε να βάλεις άσπρο. Λίγο κάθε φορά. Και θα δεις ότι ακόμα και το μαύρο κάποια στιγμή θα γίνει γκρι. Αν ξαναπροσπαθήσεις λίγο ακόμα, θα ανοίξει το χρώμα. Δε θα ‘ναι άσπρο, αλλά κι εσύ δεν είσαι ο ίδιος μετά την απώλεια.
Αλλάζεις και ξυπνάς απότομα σε μια πραγματικότητα που δεν την ήξερες πριν. Κι εκεί πρέπει να διαχειριστείς έναν κυκεώνα καταστάσεων και περιπτώσεων που δεν περίμενες με τίποτα. Σε βαραίνουν ένα σωρό πράγματα μέχρι που σε γονατίζουν, και τότε ψάχνεις να βρεις στηρίγματα. Κι εκεί αρχίζουν οι φάπες και τα μεγάλα ξεκαθαρίσματα. Η μαγεία, όμως, είναι όταν σηκώνεσαι δυνατότερος από πριν. Κι εκεί βλέπεις ξεκάθαρα τα πράγματα. Εντάσσεις στην πραγματικότητά σου το κενό της απώλειας και συνεχίζεις.
Και στο τέλος, τι κάνεις με όλους αυτούς που δεν ήταν δίπλα σου; Που σου έλεγαν κυνικά κι αδιάφορα «Ε, καλά, μωρέ, θα περάσει. Ο πρώτος είσαι ή ο τελευταίος;» κι η πίεσή σου έφτανε στον ουρανό; Τους ζητάς απλά (κι αν θέλεις ευγενικά) να βγάλουν τον σκασμό. Αν δεν μπορούν να σε αγκαλιάσουν, όταν το ‘χεις περισσότερο ανάγκη, να σε βοηθήσουν να σηκωθείς, όταν πιάνεις πάτο, τότε να ησυχάσουν και, αν θέλουν, να φύγουν. Από λιπόψυχους έχουμε χορτάσει όλοι μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη