Πόσες φορές έχουμε δει κάτι και σκεφτόμαστε πως σίγουρα κάπου το έχουμε ξαναδεί; Και πόσες άλλες δεν έχουμε κοιτάξει έναν δικό μας άνθρωπο, τη στιγμή που το μυαλό κόλλησε και αναρωτήθηκε ποιος να ‘ναι; Πριν οδηγηθούμε στην εκδοχή του σαλεμένου νου, ας δούμε τι έχει να πει η επιστήμη της Ψυχολογίας, η οποία έχει ονομάσει τα συγκεκριμένα φαινόμενα “Déjà Vu” (=ήδη ιδωμένο) και “Jamais Vu” (=ποτέ ιδωμένο).
Το πιο γνωστό είναι το “Déjà Vu” και αναφέρεται στην αίσθηση που έχει κάποιος πως έχει ξαναβιώσει μια κατάσταση στο παρελθόν, κάτι που συχνά τον ξαφνιάζει και τον παραξενεύει. Η πρώτη σκέψη που κάνει το άτομο είναι «κάπου το έχω ξαναδεί, κάπου το έχω ξανασυναντήσει», αλλά δεν μπορεί να φέρει στη μνήμη του πότε συνέβη και αρχίζει να αμφιβάλλει θεωρώντας πως μπορεί να μη συνέβη καν. Αν και πολλοί άνθρωποι έχουν συνδέσει το “Déjà Vu” με κάτι που πιθανολογούν πως είδαν σε όνειρο, το φαινόμενο εξηγήθηκε πολλά χρόνια πριν και η ερμηνεία του αφορά την καταγραφή των αναμνήσεων και την αντίστοιχη ενεργοποίηση μέρους του εγκέφαλου που σχετίζεται με τη μνήμη.
Ο Freud εξήγησε και κατέγραψε το συγκεκριμένο παιχνίδι του μυαλού. Τόνισε ότι αυτό που νομίζει κάποιος πως έχει ξαναδεί, όντως το έχει ξαναδεί και ο εγκέφαλός του το κατέγραψε στο ασυνείδητο, γιατί εκείνη τη στιγμή είχε επικεντρωθεί σε κάτι άλλο. Η πληροφορία παρέμεινε ανάμνηση και όταν βγήκε στην επιφάνεια η μνήμη δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ώστε να υποδείξει στο άτομο πότε το είχε ξαναδεί. Για παράδειγμα, όταν στεκόμαστε μπροστά στα ράφια του σούπερ-μάρκετ ο εγκέφαλος μπορεί να καταγράψει πολλές πληροφορίες αλλά να επικεντρωθεί μόνο στην αναζήτηση σαπουνιού. Οι πληροφορίες για τα άλλα προϊόντα καταγράφονται ως ασήμαντες και αδιάφορες, ενώ κάποια άλλη χρονική στιγμή το μυαλό τις επαναφέρει και συνειδητοποιεί πως όντως έχουμε ξαναδεί τα άλλα προϊόντα, απλώς δεν μπορούμε να θυμηθούμε πότε.
Ο Carl Jung αναφέρεται στο “Déjà Vu” σαν να πρόκειται για λειτουργία του εγκεφάλου που ανασύρει αναμνήσεις και σκέψεις από το ασυνείδητο στο συνειδητό. Απλούστερα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος απλώς αποθηκεύει τις πληροφορίες που λαμβάνει το μάτι και τις «τοποθετεί» σε μια μακρινή αποθήκη, κρατώντας αυτές που χρειάζεται το άτομο εκείνη τη στιγμή. Ανάλογα με τις ανάγκες «ανοίγει» τις πόρτες της αποθήκης και επαναφέρει μνήμες που μπορεί να χρειάζονται σε κάθε περίσταση.
Στην αντίπερα όχθη, το “Jamais Vu” μοιάζει να ‘ναι πιο ανατριχιαστικό. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην κατάσταση που ένα άτομο για μια στιγμή δεν αναγνωρίζει μία λέξη, έναν άνθρωπο ή ένα μέρος που γνώριζε. Αν αναλογιστεί κανείς ότι για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να μην αναγνωρίσει τον σύντροφό του ή τον κολλητό του, αυτό όντως μπορεί να τρομάξει τον ίδιο και τους γύρω του. Για τον λόγο αυτό το συγκεκριμένο φαινόμενο έχει συνδεθεί με την επιληψία, την αμνησία και την αφασία. Όταν η κατάσταση γίνεται χρόνια, ειδικοί αναφέρονται πως πρόκειται για δύσκολες παθήσεις, όπως η σχιζοφρένεια και η νόσος Alzheimer.
Τα δύο ψυχολογικά φαινόμενα έχουν ομοιότητες και διαφορές. Στα κοινά τους σημεία συμπεριλαμβάνεται το ξάφνιασμα, η αίσθηση πως κάτι είναι παράξενο και ίσως ένας φόβος που σχετίζεται κυρίως με το άγνωστο. Η αίσθηση του παράξενου έχει κάνει το “Déjà Vu” και το “Jamais Vu” ιδιαίτερα γνωστά στους κόλπους της Παραψυχολογίας, όπου και συνδέονται άτυπα με αναφορές σε αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές, προφητείες και μαντικές ικανότητες. Μέχρι σήμερα όμως καμία έρευνα δεν έχει αποδείξει κάτι τέτοιο.
Το σημείο που τα δύο φαινόμενα παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση είναι η συχνότητα που εμφανίζονται. Σχεδόν 8 στους 10 ανθρώπους έχουν βιώσει το “Déjà Vu” και αυτός είναι ένας λόγος που οι ψυχολόγοι δεν το συσχετίζουν με κάποια πάθηση και μιλάνε για διαταραχή του εγκέφαλου που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Στην περίπτωση του “Jamais Vu” τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, γιατί το άτομο αντιλαμβάνεται ότι γνωρίζει κάτι και εκείνη τη στιγμή δεν το αναγνωρίζει. Επειδή αυτό είναι κάτι που παρουσιάζουν συχνά ασθενείς με επιληψία, μιλάμε για μια διαταραχή λίγο πιο πολύπλοκη σε σχέση με το “Déjà Vu”.
Όπως και να ‘χει, γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι πολυσύνθετος και πολύπλοκος και μπορεί να μας τρομάξει και να μας ξαφνιάσει ανά πάσα στιγμή. Όπως κάθε μηχανισμός, έτσι και αυτός, κάποια στιγμή μπορεί να φρακάρει, να πάθει overdose και για μια στιγμή να πει «στοπ». Ουσιαστικά αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να πάρει μια ανάσα για να συνεχίσει δυναμικά. Εμείς απλώς πρέπει να τον αφήσουμε να λειτουργήσει όσο το δυνατόν καλύτερα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.