Κάθε πόλη έχει τα μυστικά της και κάποια απ’ αυτά δημιουργούν αστικούς μύθους αλλά και στοιχειώνουν τους κατοίκους της για πολλά χρόνια. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με μύθους, θρύλους και ιστορίες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Είναι όμως και μια πόλη με πολλά μυστικά. Κάποια τα ξέρουν λίγοι και κάποια είναι κοινά. Κάποια βέβαια όπως η ιστορία του «Δράκου» του Σέιχ Σου την κυνηγάνε ακόμα. Είναι πλέον γνωστό ότι η ιστορία αυτή είναι μια σκιά που σχεδόν 6 δεκαετίες μετά, ακόμη συντηρείται μέσα από θεωρίες και συνομωσιολογίες.
Ήταν χειμώνας του 1958, όταν μια νεαρή γυναίκα δέχθηκε επίθεση από επίδοξο δολοφόνο με μια πέτρα στο κεφάλι. Ένα χρόνο αργότερα, ένα ζευγάρι στο Σέιχ Σου δέχθηκε παρόμοια επίθεση με πέτρα και τραυματίστηκε βαριά. Άλλα δύο ζευγάρια έπεσαν θύματα ίδιων επιθέσεων και πλέον άρχισε να βγαίνει μια φήμη για την ύπαρξη κάποιου «δράκου» που προσπαθεί να σκοτώσει ζευγαράκια μ’ αυτό τον τρόπο. Τον Μάρτιο του 1959 στην περιοχή του παλιού αεροδρομίου της Μίκρας δολοφονούνται ένας στρατιωτικός και η φίλη του -η οποία και θα βι@στεί μετά θάνατον. Στις αρχές Απριλίου, δολοφονήθηκε επίσης με μια πέτρα μια νοσοκόμα στην πίσω πλευρά του Δημοτικού Νοσοκομείου -νυν Νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος»- που συνορεύει με το Σέιχ Σου. Στην προσπάθειά του αυτή ο δολοφόνος θα έρθει face to face με τη συνάδελφο της νοσοκόμας, την οποία θα απειλήσει, χωρίς όμως να τη σκοτώσει. Όλα αυτά τα εγκλήματα λόγω του ίδιου στιλ επίθεσης, θα καταλογιστούν σ’ έναν δράστη, ο οποίος θα λάβει το προσωνύμιο «Δράκος του Σέιχ Σου» και θα επικηρυχτεί από την Αστυνομία. Εκείνο το διάστημα, Αρχηγός της Αστυνομική Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης ήταν ο Νικόλαος Μουσχουντής, ο οποίος είχε βάλει σκοπό της ζωής του να βρει τον δολοφόνο αυτό. Έφυγε όμως ξαφνικά από τη ζωή το 1958 από καρδιακή προσβολή με τον κόσμο της Θεσσαλονίκης να υποστηρίζει ότι «έσκασε» ο Μουσχουντής, γιατί δεν έβρισκε τον Δράκο του Σέιχ Σου.
Για την ιστορία και για όσους δεν το γνωρίζουν θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το δάσος του Σέιχ Σου ήταν το hotspot της εποχής για παράνομα και μη ζευγαράκια. Όπως λοιπόν ήταν αναμενόμενο οι επιθέσεις αυτές έφεραν τα πάνω-κάτω στην πόλη, σκορπίζοντας τον τρόμο. Τον Δεκέμβριο όμως του 1963, ο 23χρονος Αριστείδης Παγκρατίδης, τοξικομανής κι αλκοολικός, θα εισβάλει στο Ορφανοτροφείο Θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» στην περιοχή της Τούμπας με σκοπό να βι@σει μια 12χρονη. Θα συλληφθεί εκείνο το βράδυ και λίγο καιρό μετά θα βγει ανακοίνωση από την Αστυνομία ότι αυτός είναι ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου». Συγκεκριμένα, ο 23χρονος Αριστείδης για το μόνο που δεν κατηγορήθηκε ήταν το προπατορικό αμάρτημα.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης είχε γεννηθεί το 1940 στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης. Σε ηλικία 5 χρονών είδε μπροστά στα μάτια του να δολοφονείται ο πατέρας του. Λίγο καιρό μετά, μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, Μαρία και Παγκράτη, στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην περιοχή της Τούμπας. Λίγο αργότερα η μαμά του θα ξαναπαντρευτεί τον εισπράκτορα Ευγένιο Αλεξιάδη και λόγω της μεγάλης φτώχειας τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του θα πάνε να μείνουν με τον θείο τους στον Πειραιά. Ο μικρός Αρίστος -όπως τον φώναζαν- τελείωσε με το ζόρι τις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού και από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε να κάνει δουλειές του ποδαριού. Σε ηλικία 10 χρονών θα βι@στεί από έναν χημικό, ο οποίος θα του δώσει 50 δραχμές. Από εκείνη τη στιγμή θα διαθέτει το κορμί του σε μεγάλους άντρες έναντι κάποιου χαμηλού αντιτίμου λόγω της μεγάλης ένδειας και φτώχειας του. Παράλληλα θα αρχίσει να εμφανίζει παραβατική συμπεριφορά που θα τον οδηγήσει στην εποπτεία της Πρόνοιας αλλά και σε αναμορφωτήριο ανηλίκων. Με την ενηλικίωση του θα πάει στο στρατό, όπου υπό την επήρεια ναρκωτικών θα προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες τους και θα απολυθεί το 1961 ως ψυχικά διαταραγμένος και ναρκομανής. Από παιδί των δρόμων θα γίνει πλέον άνθρωπος του περιθωρίου, καθώς θα συναναστρέφεται με ομοφυλόφιλους, πόρνες και μικροεγκληματίες.
Το 1963 συλλαμβάνεται και κάτω από αδιευκρίνιστες και πολύ περίεργες συνθήκες θα ομολογήσει τα εγκλήματα του «Δράκου του Σέιχ Σου». Τα δύο επόμενα χρόνια θα στηθεί ένα μεγάλο πανηγύρι στον Τύπο της εποχής και κάθε μέρα θα προκύπτουν νέα στοιχεία για τις επιθέσεις και τις δολοφονίες. Όταν όμως δύο δικηγόροι αναλάβουν συνήγοροι υπεράσπισης, ο Παγκρατίδης θα βροντοφωνάξει ότι όλα είναι ψέματα και ότι οι αστυνόμοι και ο ανακριτής τον ανάγκασαν να τα πει. Ενώ λοιπόν θα φωνάζει παντού ότι είναι αθώος και θα δηλώσει ότι είναι μόνο υπεύθυνος για την απόπειρα βι@σμού της 12χρονης -για τον οποίο καταδικάστηκε σε 9 χρόνια φυλάκιση- η δίκη του θα συγκεντρώσει όλα τα φώτα της δημοσιότητας. Πλέον όλη η χώρα είχε το βλέμμα της στραμμένο στη Θεσσαλονίκη και στη δικαστική αίθουσα τους Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Στη δίκη που ακολούθησε, η συνάδελφος της νοσοκόμας που δολοφονήθηκε είπε ότι 99% δεν είναι αυτός ο δολοφόνος, καθώς αυτή ήταν η βασική μάρτυρας και η μόνη εν ζωή που είδε τον δολοφόνο. Οι συνήγοροι υπεράσπισης θα καταθέσουν αιτήματα για επανεξέταση των αποτυπωμάτων και των ιχνών αίματος που βρέθηκαν στα θύματα -καθώς δεν ταίριαζαν με του κατηγορούμενου. Ο αδερφός του, Παγκράτιος Παγκρατίδης, θα καταθέσει έγγραφη καταγγελία ότι ο «Δράκος του Σέιχ Σου» είναι ο Αίαντας Σκλαβούνος, γιος του Καθηγητή Ιατρικής Γεωργίου Σκλαβούνου. Στην καταγγελία αναγράφεται ότι ο Σκλαβούνος ήταν σχιζοφρενής και ζούσε εσώκλειστος στη βίλα της οικογένειας μετά το Δημοτικό Νοσοκομείο και ότι υπάρχει -όντως- κρυφό μονοπάτι από τον κήπο της έπαυλης που οδηγεί στο δάσος του Σέιχ Σου. Το δικαστήριο θα κρίνει ότι το έγγραφο αυτό είναι άσχετο με τη δίκη και 11 μέρες μετά την έναρξή της θα φτάσει η μέρα της ετυμηγορίας. Ο αντι-εισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας θα προτείνει την ισόβια κάθειρξη ενώ ο Παγκρατίδης θα αρνηθεί να απολογηθεί, φωνάζοντας ότι είναι αθώος. Η απόφαση βγήκε σε μία μόλις ώρα και η καταδίκη έγινε τίτλος στις εφημερίδες με τρεις λέξεις μόνο: «Τετράκις εις θάνατον». Ο Παγκρατίδης στο άκουσμα της απόφασης σηκώθηκε και φώναξε με λυγμούς προς τους δικαστές: « Είμαι αθώος! Υπάρχει και Θεός…».
Φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ, ενώ οι συνήγοροι υπεράσπισης κατέθεσαν έφεση, η οποία απορρίφτηκε σχεδόν αυτόματα λίγες μέρες αργότερα. Δημοσιογράφοι που κάλυπταν τη δίκη και την υπόθεση έβλεπαν ότι ενώ τα ενοχοποιητικά στοιχεία δεν ταίριαζαν στον κατηγορούμενο και υπήρχαν ατράνταχτες αμφιβολίες για την ενοχή του, τα πράγματα οδηγήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στο εκτελεστικό απόσπασμα, χωρίς να δώσουν το χρονικό περιθώριο να καταθέσει αίτημα μετατροπής της ποινής σε ισόβια. Στις 16 Φεβρουαρίου 1968, χωρίς να ενημερωθεί η οικογένεια, ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε στις 7.00π.μ. στο Σέιχ Σου και θάφτηκε στο Δημοτικό Κοιμητήριο στην εξοχή. Η τελευταία του φράση ήταν «Μανούλα μου είμαι αθώος, αθώος, αθώος».
Παρών στην εκτέλεση ήταν ο νεαρός τότε δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, ο οποίος ήταν αυτός που πήγε στην καλύβα της οικογένειας, για να τους μεταφέρει την είδηση του θανάτου. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, μόλις μπήκε στο χαμόσπιτο που έμενε η οικογένεια, βρήκε τη μαμά του να τραβά τα μαλλιά της και να ωρύεται: «Μη μου το πεις! Μη μου το πεις, γιατί σήμερα το βράδυ έπεσε το εικονοστάσι και η καντήλα έσπασε». Ο Τσαρούχας έκανε μια μεγάλη έρευνα πάνω στην υπόθεση Παγκρατίδη, παρ’ όλο που άνθρωποι μέσα από τη δουλειά του θέλησαν να τον αποτρέψουν. Στην έρευνα που έκανε βρέθηκαν και άνθρωποι που μίλησαν λίγο πριν φύγουν από τη ζωή, όπως ο Διευθυντής Σήμανσης Θεσσαλονίκης, Ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου, ο οποίος ομολόγησε σε οικείο του πρόσωπο ότι πήραν εντολή από ανώτερα κλιμάκια για να βγάλουν δράκο έναν αθώο: «Ήταν αθώος ο Παγκρατίδης».
Γιατί όμως υπήρχε τέτοια επιμονή από την αστυνομία να βρεθεί ο «Δράκος του Σέιχ Σου» και να κατηγορηθεί ένας αθώος; Το σενάριο που κυριαρχεί και με την πάροδο των χρόνων επιβεβαιώνεται, αναφέρει ότι η Αστυνομία της Θεσσαλονίκης χρειαζόταν επειγόντως μια είδηση-πυροτέχνημα, για να στρέψει την κοινή γνώμη μακριά από την υπόθεση Λαμπράκη. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δολοφονήθηκε τον Μάιο του 1963 από παρακρατικούς στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή Ερμού και Βενιζέλου, και η Αστυνομία θεωρήθηκε υπεύθυνη. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα, ένας αποδιοπομπαίος τράγος, που θα του φόρτωναν ό,τι είχαν βρει, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου. Το ιδανικότερο θύμα για αυτούς ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, χωρίς πολιτικά στηρίγματα και με περιορισμένες δυνατότητες: «Ο Παγκρατίδης, ουδεμίας τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς, αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς… Ήταν ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς». Η κατασκευασμένη του «ομολογία» προέκυψε μετά από βασανιστήρια των αστυνομικών, τα οποία ο Παγκρατίδης περιέγραψε στους συνήγορούς του. Με το μαρτύριο της σταγόνας και με μια υπόσχεση ότι θα μπει μόνο 4 χρόνια φυλακή, υπέγραψε την ομολογία του, μην έχοντας όμως τη λογική σκέψη να προβλέψει τι θα επακολουθούσε. Παρόλο που ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε, η κοινή γνώμη ναι μεν ασχολήθηκε με την υπόθεση, δεν πείστηκε όμως για την ενοχή του.
Μετά την πτώση της Χούντας, αρκετοί δημοσιογράφοι άρχισαν να σκαλίζουν την ιστορία του και αρκετό καιρό μετά άρχισαν κάποια στόματα να ανοίγουν. Οι άνθρωποι που γνώριζαν τον Αριστείδη έλεγαν ότι δεν είναι ικανός για τέτοια πράγματα, λόγω του ήσυχου χαρακτήρα του. Ο εθισμός του στο κρασί και στο χασίς ήταν κάτι που μπόρεσαν οι κατάδικοί του να χρησιμοποιήσουν εναντίον του και να τον εκμεταλλευτούν. Ο Θωμάς Κοροβίνης θα παρουσιάσει τη δική του έρευνα στο βιβλίο του «Ο γύρος του θανάτου» το 2010, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του νεαρού Αριστείδη. Ο Κώστας Τσαρούχας το 2006 θα εκδώσει το βιβλίο του «Ο δράκος που διέφυγε» και θα παρουσιάσει την κοινωνική διάσταση της ιστορίας. Ο πρώην εισαγγελέας και δικηγόρος Κωνσταντίνος Λογοθέτης, μέσα από το δικό του βιβλίο «Εις θάνατον τετράκις» βασισμένο στα αποδεικτικά στοιχεία και δικαστικά έγγραφα, θα παρουσιάσει τη δικαστική διάσταση της υπόθεσης. «Η δίκη του μόνο δίκαιη δεν ήταν» ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι το δικαστήριο συνειδητά απαγόρεψε την προσκόμιση εγγράφων που αποδείκνυαν την αθωότητα του Παγκρατίδη.
Για να φτάσουμε αισίως στο 2022 και σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών και στη δημοσιογράφο Εύη Νικολαΐδου. Σ’ αυτήν τη συνέντευξη, ένας παλιός αστυνομικός, ο 86χρονος Βασίλης Κομνηνός, το 1971 δούλευε στην ασφάλεια με τον βαθμό του υπομοίραρχου. Τέσσερα χρόνια μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη συνέλαβε τον Ιωάννη Σερεσλή, ο οποίος ομολόγησε για τα δικά του εγκλήματα αλλά και για όσα είχαν προσάψει στον «Δράκο του Σέιχ Σου»: «Καθίστε να σας πω για τα εγκλήματα που φόρτωσαν στον Παγκρατίδη. Εγώ τα ξέρω γιατί εγώ τα έκανα». Όταν ο Κομνηνός ενημέρωσε τον ανώτερο του, η εντολή που ήρθε ήταν να σταματήσει η ανάκριση, για να μην εξευτελιστεί στα μάτια της κοινής γνώμης η Αστυνομία. Γιατί αν η ομολογία του Σερεσλή έβγαινε τότε στη φόρα, όλη η Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης θα περνούσε από λαϊκό δικαστήριο και θα «έπεφταν κεφάλια» ακόμα και σε πολύ ψηλά κλιμάκια. Η υπόθεση θάφτηκε, ο Σερεσλής καταδικάστηκε σε ισόβια μόνο για το διπλό φονικό που τον συνέλαβαν και μετά από 17 χρόνια αφέθηκε ελεύθερος.
Ο Κομνηνός είχε πάρει γραμμή από τους ανωτέρους να μη μιλήσει για τον Σερεσλή «…αλλιώς θα σε συντρίψουν». Έχοντας φτάσει όμως σε μια μεγάλη ηλικία, θέλησε να δικαιώσει τον άνθρωπο που μέχρι τελευταία στιγμή φώναζε την αθωότητά του. Τον άνθρωπο που εκτός από κοινωνικό θύμα έγινε και πολιτικό θύμα, έχοντας μηδαμινή βούληση και άποψη. Μήπως και ηρεμήσει η πόλη από τα μυστικά που τη στοιχειώνουν εδώ και χρόνια. Όπως αναφέρει ο Κοροβίνης στο βιβλίο του: «Γιατί πολλοί Θεσσαλονικιοί έχουνε πρόβλημα με τον ύπνο τους. Ή αργεί να τους πάρει ή σηκώνονται άξαφνα ταραγμένοι και δεν μπορούν να ξανακοιμηθούν ή κοιμούνται λίγο και πετάγονται τα χαράματα λουσμένοι στον ιδρώτα. Μπορεί να’ ναι η ψυχή του Αρίστου που τους κλέβει από τον ύπνο τους. Μα δεν το ξέρουν».
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου