Fado σημαίνει πεπρωμένο. Fado σημαίνει κάρμα. Μπορεί και να σημαίνει μοίρα. Όποια και αν είναι η ερμηνεία της λέξης, για την Πορτογαλία είναι η μουσική της. Το σήμα κατατεθέν της χώρας που συντρόφευσε τον λαό της σε εύκολους και δύσκολους καιρούς για πάνω από 200 χρόνια. Αν και οι έρευνες αναφέρουν ότι οι ρίζες αυτής της παραδοσιακής μουσικής ξεκινούν από το 1500, η πρώτη ξεκάθαρη εμφάνιση των τραγουδιών Fado στις φτωχογειτονιές της Λισαβόνας έγινε το 1820. Με αποικιακές επιρροές από Αφρική και Νότια Αμερική, οι τραγουδιστές Fado ερμήνευαν τις μελαγχολικές τους μελωδίες στα καταγώγια της εποχής, στις tascas, τα ταβερνάκια του απλού λαού, μιλώντας για την αγάπη, τη συγκίνηση, τη νοσταλγία, τη θάλασσα. Μόνο που αντί για τη λέξη «νοσταλγία» αυτοί χρησιμοποιούσαν μια άλλη λέξη, τη «saudade», η οποία περιέχει τη νοσταλγία, τη μελαγχολική λαχτάρα και τις κρυφές ελπίδες. Όπως για την ελληνική λέξη «φιλότιμο», έτσι και για τις λέξεις «Fado» και «saudade», δεν υπάρχει μονολεκτική ερμηνεία, γιατί πολύ απλά για κάθε λαό σημαίνουν πολλά πράγματα μαζί.
Το μουσικό όργανο που συνοδεύει τα τραγούδια Fado είναι κατά κύριο λόγο η πορτογαλική κιθάρα. Η κιθάρα αυτή έχει 12 χορδές και κάποιοι ερευνητές αναφέρουν ότι είναι μια παραλλαγή ενός είδους λαούτο που προήλθε από Αφρικανούς μετανάστες. Η Alfama και η Mouraria είναι οι πρώτες γειτονιές της πορτογαλικής πρωτεύουσας που γέμισαν από τους ήχους της. Ήταν οι γειτονιές των εμπόρων και των ταξιδευτών γεμάτες από φτωχομάγαζα και οίκους ανοχής και ίσως για αυτό οι στίχοι των τραγουδιών Fado εμπεριείχαν λέξεις από την αργκό του υποκόσμου. Μέσα από τα Fado οι ναυτικοί, οι εργάτες και ο απλός κόσμος εξέφραζαν τα παράπονά τους, από τα καθημερινά μέχρι τα πολιτικά, για αυτό και η αριστοκρατία της εποχής τα απέρριπτε συνεχώς.
Τα τραγούδια Fado χωρίζονται σε δύο είδη: τα Fado της Λισαβόνας και τα Fado της Coimbra. Τα Fado της Λισαβόνας έχουν πιο ευχάριστο στίχο, περιλαμβάνουν πλέον αρκετά μουσικά όργανα και ερμηνεύονται και από άντρες και από γυναίκες. Στην Coimbra όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Εκεί βρίσκεται από το 1290 το Universidade de Coimbra -ένα από τα παλαιότερα Πανεπιστήμια της Ευρώπης- όπου οι φοιτητές του κατάφεραν και διατήρησαν τα Fado στη μουσική παράδοση της χώρας. Τα Fado της Coimbra δεν επηρεάστηκαν από τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές αλλά παρέμειναν σταθερά στο μοτίβο τους: ερμηνεύονται μόνο από άντρες, οι οποίοι φοράνε μαύρα κοστούμια και τους συνοδεύει πορτογαλική κιθάρα. Αυτή η πόλη άλλωστε είναι και η γενέτειρα του βιρτουόζου της πορτογαλικής κιθάρας, Carlos Paredes.
Το 1932 το δικτατορικό καθεστώς του António Salazar άσκησε λογοκρισία στους στίχους των τραγουδιών Fado και όσα από αυτά έκρυβαν πολιτικά μηνύματα κρίθηκαν παράνομα και παρέμειναν για χρόνια στα κρυφά. Ο Salazar για να πάρει τον λαό με το μέρος του αποφάσισε να μην απαγορέψει να ακούγονται αλλά πήρε τα Fado από τα χαμαιτυπεία και τα πέρασε στα σαλόνια της αριστοκρατίας, επιτρέποντάς τους να εξυμνούν σχεδόν αποκλειστικά την αγάπη και τον έρωτα. Το κράτος που «έφτιαξε» το ονόμασε Estado Novo (=Νέο Κράτος) με σύνθημα τα 3 «F»: Fatima (=Παναγία), Futbol (=Ποδόσφαιρο) και Fado. Ο ίδιος το 1970 θα φύγει από τη ζωή, το καθεστώς θα πέσει το 1974, η Πορτογαλία θα περάσει σε μια νέα αποχή αλλά η ζημιά στα Fado έχει γίνει. Ο λαός θα τα αντιμετωπίσει πλέον ως προϊόν-σύμβολο αυτής της δύσκολης πολιτικής περιόδου και για λίγο καιρό θα περάσουν στην αφάνεια.
Τη δεκαετία του ’90 μια νέα γενιά καλλιτεχνών θα φέρει πάλι στο προσκήνιο τα τραγούδια αυτά. Οι νέοι ερμηνευτές θα ενστερνιστούν το παλιό στιλ των Fado, προσθέτοντας τις δικές τους μοντέρνες πινελιές. Όλοι όμως, από τους παλιούς Carlos do Carmo και Camané μέχρι τις νεότερες, όπως η Gisela João, η Mariza και η Carminho, επηρεάστηκαν από την «Reinha do Fado» («βασίλισσα των Fado») Amália Rodrigues. Γεννημένη το 1920 σε μια φτωχογειτονιά της Λισαβόνας, η Rodrigues, θα τραγουδήσει τα Fado σε όλο σχεδόν τον κόσμο και θα γίνει εθνικό σύμβολο για τη χώρα της. Οι εμφανίσεις της στο θέατρο «Olympia» του Παρισιού για σχεδόν μία δεκαετία θα μείνουν αξέχαστες. Επικρίθηκε για τις ύποπτες σχέσεις της με τον δικτάτορα Salazar, αν και πολλοί αναφέρουν ότι δούλευε μυστικά ως αντιστασιακή. Αυτά όμως πέρασαν στα ψιλά γράμματα και τα 55 χρόνια της επιτυχημένης καριέρας της θα την εντάξουν επάξια στις πρώτες θέσεις της λίστας με τις μεγαλύτερες φωνές του αιώνα στην Ευρώπη. Το 1994 η Rodrigues σε δήλωση της θα αναφέρει ότι τα Fado δημιουργήθηκαν για να εκφράσει ο λαός τα παράπονά του και το 1999, στην κηδεία της, η φωνή της θα ακούγεται από άκρη σε άκρη. Το 2001 θα γίνει η πρώτη γυναίκα που θα ενταφιαστεί στο Εθνικό Πάνθεον δίπλα στις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Πορτογαλίας και πλέον όποιος ακούει Fado φέρνει στη μνήμη του την Amália Rodrigues.
Αν τα τραγούδια Fado είχαν χρώμα, θα μπορούσαν να έχουν το εκάι της πορτογαλικής κιθάρας ή το άσπρο της αγνής αγάπης ή το μπλε της θάλασσας. Το φόντο θα είναι πάντα ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες και ο τραγουδιστής όρθιος. Χωρίς επιτηδευμένα σκηνικά, πολλά φώτα και περιττή λάμψη. Και δε χρειάζεται να γνωρίζεις την πορτογαλική γλώσσα για να καταλάβεις τι λέει ο στίχος. Φτάνει να επικεντρωθείς στη μελωδία και να ταξιδέψεις για λίγο σε κάποιο πορτογαλικό σοκάκι, αφουγκραζόμενος το παράπονο για τη χαμένη αγάπη, την κρυφή ελπίδα για έναν καινούριο έρωτα αλλά και την απεριόριστη λατρεία ενός λαού για την πλανεύτρα θάλασσα.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.