Παραμονή Χριστουγέννων του 1971. Η πτήση 508 της Lineas Aéreas Nacionales Sociedad Anonima (LANSA) απογειώνεται από το Διεθνές Αεροδρόμιο Jorge Chávez της Λίμα με προορισμό την πόλη Iquitos με ενδιάμεση στάση στην Pucallpa. Λίγο πριν τον ενδιάμεσο σταθμό, το αεροσκάφος πέφτει με μια μεγάλη θύελλα και αρχίζει να χάνει έδαφος. Το τελειωτικό χτύπημα θα έρθει όταν ένας δυνατός κεραυνός θα πέσει στο αεροσκάφος, ο οποίος θα το διαλύσει και θα σκορπίσει κομμάτια και επιβαίνοντες μέσα στο τροπικό δάσος του Περού. Από το αεροπορικό αυτό δυστύχημα θα επιβιώσει μόνο ένα 17χρονο κορίτσι, η Juliane Koepcke. Λίγοι όμως πλέον γνωρίζουν το όνομά της. Όσοι όμως ζούσαν στη δεκαετία του ’70 τη θυμούνται ως «το κορίτσι που έπεσε από τον ουρανό».
Η Juliane Koepcke γεννήθηκε το 1954 στη Λίμα του Περού. Οι γονείς ήταν Γερμανοί και ζούσαν ως ερευνητές στο Περού για πολλά χρόνια. Ο μπαμπάς της ήταν ένας από τους καλύτερους βιολόγους του κόσμου και η μαμά της διακεκριμένη ορνιθολόγος. Όταν η μικρή Juliane έγινε 14 χρονών, η οικογένεια μετακόμισε στον ερευνητικό σταθμό Panguana στο δάσος του Αμαζονίου. Εκεί η μικρή διδάχθηκε από τον πατέρα της διάφορες τεχνικές επιβίωσης στη ζούγκλα. Οι κοινωνικές υπηρεσίες όμως δεν ενέκριναν το γεγονός ότι η μικρή ζούσε εκτός σχολικής εστίας και έτσι γράφτηκε στο Γερμανικό Σχολείο της Λίμα. Τρία χρόνια μετά, τον Δεκέμβρη του 1971, η έφηβη Juliane αποφοίτησε και ετοιμαζόταν να πάει μαζί με τη μητέρα της στον Panguana, για να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.
Η μαμά της Juliane ήθελε να φύγουν από τις 19/12 αλλά η Juliane ήθελε να μείνει στη Λίμα, για να παραστεί στο χορό της αποφοίτησής της. Λόγω των γιορτών ήταν δύσκολο να βρούνε εισιτήρια και βρήκαν ανήμερα της παραμονής με την εταιρεία LANSA. Ο πατέρας της Juliane ήταν αντίθετος για την κράτηση αυτή καθώς η LANSA ήταν η πιο αναξιόπιστη αεροπορική εταιρεία της χώρας. Παρόλα αυτά οι δύο γυναίκες επιβιβάστηκαν στην πτήση και η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής της Juliane μόλις ξεκινούσε.
Μέσα στην κακοκαιρία το αεροσκάφος άρχισε να χάνει ύψος και ο κόσμος στην καμπίνα άρχισε να πανικοβάλλεται. Με το χτύπημα και την εκτυφλωτική λάμψη του κεραυνού η μαμά της Juliane ψιθύρισε στην κόρη της «Εδώ τώρα όλα τελείωσαν…» και χάθηκε από δίπλα της.
Η Juliane παραμένει δεμένη στη θέση της και αρχίζει να πέφτει από ύψος 10000 ποδιών –περίπου 3000 μέτρα- μαζί με το κάθισμα. Τα μπροστινά καθίσματα της σειράς της και οι πυκνές φυλλωσιές του τροπικού δάσους ανακόπτουν την ταχύτητα της πτώσης της. Η ίδια λίγο καιρό μετά θα περιγράψει τα δέντρα -όπως τα έβλεπε από πάνω- σαν ένα πράσινο στρώμα από μπρόκολα. Θα προσγειωθεί μέσα στο δάσος δεμένη στη θέση της και για κάποιες ώρες θα μείνει αναίσθητη.
Για τις πρώτες 20 ώρες δεν έχει καθόλου εικόνες καθώς είχε υποστεί διάσειση. Η ίδια υποστηρίζει ότι πρέπει κάποια στιγμή να προσπάθησε να σηκωθεί, γιατί όταν ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις της η ζώνη του καθίσματος ήταν ξεκούμπωτη. Τη 2η μέρα σηκώθηκε και άρχισε να αναζητά τη μητέρα της ή έστω κάποια συντρίμμια του αεροσκάφους. Λόγω της υψηλής αδρεναλίνης από το πέσιμο δεν ένιωθε τον πόνο από τις κακώσεις που είχε υποστεί το σώμα της. Οι κίνδυνοι που είχε όμως να αντιμετωπίσει δεν της άφηναν το περιθώριο να σταματήσει την πορεία της, προκειμένου να βρει κάποια ανθρώπινο στίγμα. Σε μια προσωπική της εξομολόγηση αρκετά χρόνια μετά, η Juliane θα μιλήσει για όλες εκείνες τις δύσκολες στιγμές που έχανε την ελπίδα της, όταν άκουγε τα διασωστικά να χτενίζουν από αέρος την περιοχή και εκείνη δεν μπορούσε να τα δει λόγω του πυκνού δάσους.
Προσπαθώντας να επιβιώσει, χρησιμοποίησε πολλές από τις τεχνικές που τις είχαν μάθει οι γονείς της. Φορούσε ένα κοντομάνικο φόρεμα, γεγονός που τη δυσκόλευε το βράδυ που η θερμοκρασία έπεφτε. Είχε μείνει μόνο με ένα παπούτσι το οποίο το χρησιμοποιούσε, για να ελέγχει κάθε της βήμα πριν πατήσει στα πεσμένα φύλλα, με τον φόβο μην είναι κάποιο φίδι από κάτω. Έπινε νερό από τα φύλλα των δέντρων που έσταζαν και προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα διάφορα έντομα που έκαναν επιδρομή στο κορμί της. Όταν αντιλήφθηκε γύπες να πλησιάζουν το σημείο που βρισκόταν, θυμήθηκε ότι η μητέρα της είχε αναφέρει ότι τα αρπακτικά πουλιά έλκονται από το αίμα και την εκτεθειμένη σάρκα. Έτσι ανακάλυψε, τηρώντας την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας, τρία πτώματα επιβατών, τα οποία από την ταχύτητας της πτώσης είχαν σχεδόν θαφτεί. Εκεί δίπλα βρήκε πολλά δώρα χριστουγεννιάτικα και ανάμεσα σε αυτά ένα κουτί με γλυκά. Ήταν το μόνο φαγώσιμο που μπορούσε να καταναλώσει, καθώς γνώριζε ότι τα μικρά ζώα αλλά και πολλά από τα φυτά του τροπικού δάσους είναι δηλητηριώδη.
Κάπου εκεί στην περιπλάνησή της θυμήθηκε ότι ο πατέρας της είχε δώσει μια οδηγία: σε περίπτωση που χαθεί στο δάσος, να αναζητήσει κάποια πηγή ή κάποιο ποτάμι. Γιατί το μικρό ποτάμι κάποια στιγμή απαντάει και άλλα ποτάμια και αυτά καταλήγουν σε περιοχές όπου υπάρχει ανθρώπινη ζωή και εκμετάλλευση. Αντιλήφθηκε στο μεταξύ ότι στο αριστερό της χέρι είχε μια πληγή, την οποία είχαν αρχίσει να τη μολύνουν παράσιτα. Όταν βρήκε ένα μικρό ρυάκι, το βασικό της πρόβλημα ήταν οι κροκόδειλοι. Εκεί είχε αναφερθεί σχετικά η ίδια ότι ο πατέρας της είχε αναφέρει ότι οι κροκόδειλοι δεν είναι επικίνδυνοι για τον άνθρωπο και έτσι η νεαρή Juliane δε φοβήθηκε, όταν τους αντίκρισε δίπλα της. Περπάτησε αρκετές μέρες αναζητώντας τροφή ή έστω μια ένδειξη ανθρώπινης ζωής. Την 10η μέρα της περιπλάνησής της είδε μια βάρκα μέσα στο ποτάμι και νόμιζε ότι ήταν παραίσθηση από την κόπωση και την αφαγία. Όταν την έπιασε με τα χέρια σιγουρεύτηκε ότι δεν ονειρεύεται.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ρίξει βενζίνη από τη μηχανή στην πληγή του χεριού της και να αφαιρέσει μόνη της 30 παράσιτα, φοβούμενη ότι αν επεκταθεί η μόλυνση, θα χρειαστεί ακρωτηριασμό. Λίγο πιο κάτω βρήκε μια καλύβα και εκεί την 11η μέρα την εντόπισαν κάποιοι ντόπιοι κάτοικοι, οι οποίοι όμως τρόμαξαν με την παρουσία της, λόγω των αιματοβαμμένων ματιών και των ξανθών μαλλιών της. Μια τέτοια «εξωτική» παρουσία δεν είναι κάτι συνηθισμένο στην περιοχή και αμέσως υπέθεσαν ότι είναι κάποιο πνεύμα του ποταμού. Ευτυχώς όμως η Juliane μιλούσε άπταιστα ισπανικά και αμέσως τη μετέφεραν στο κοντινότερο χωριό, όπου της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στο νοσοκομείο όπου εκεί οι γιατροί αφαίρεσαν άλλα 50 παράσιτα από το μολυσμένο χέρι της, καταφέρνοντας να το σώσουν. Συνολικά είχε υποστεί μια πληγή στο χέρι, ένα σπάσιμο κλείδας και μια μόλυνση στα μάτια. Για το λόγο αυτό μεταφέρθηκε στη Γερμανία, για να μπορέσει να αποθεραπευτεί πλήρως.
Λίγο καιρό μετά γύρισε πίσω στη Λίμα και βοήθησε όσο μπορούσε τα σωστικά συνεργεία, προκειμένου να βρεθούν και οι άλλοι επιβαίνοντες. Στις έρευνες βρέθηκαν και άλλοι 14 επιζώντες της πτώσης, οι οποίοι πέθαναν στην αναμονή των διασωστικών συνεργείων. Το σώμα της μητέρας της βρέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1972. Η Juliane σπούδασε Βιολογία – όπως οι γονείς της – στο Κίελο και έκανε το διδακτορικό της στο Μόναχο πάνω στη Μαστολογία. Γύρισε στο Περού, για να κάνει έρευνα για τη ζωή των θηλαστικών και ανέλαβε τη διεύθυνση του ερευνητικού σταθμού Panguana, μετά το θάνατο του πατέρα της το 2000. Σήμερα ζει στο Μόναχο με τον σύζυγο της Erich Diller -εντομολόγο στο επάγγελμα- και εργάζεται στη βιβλιοθήκη του Κρατικού Μουσείου Ζωολογίας της Βαυαρίας. Η περιπέτεια της έγινε ταινία, αλλά και ντοκιμαντέρ, η ίδια το 2011 έγραψε την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Als Ich vom Himmel fiel» (μτφ «Όταν έπεσα από τον ουρανό») και το 2019 τιμήθηκε από την κυβέρνηση του Περού με τον τίτλο του Αξιωματικού του Τάγματος της Αξίας για τις υπηρεσίες της.
Για την εμπειρία της αυτή έχει χυθεί άπλετο μελάνι και η Koepcke έχει δώσει μέχρι σήμερα πολλές, μα πάρα πολλές συνεντεύξεις. Αυτό όμως που μένει από τα λόγια της σχεδόν κάθε φορά που θυμάται την περιπλάνησή της στο δάσος του Αμαζονίου είναι ένας πόνος. Ένας πόνος για την απώλεια της μητέρας της. Και ένα παράπονο. Ένα παράπονο, γιατί κατάφερε αυτή ανάμεσα στους 92 επιβαίνοντες να επιβιώσει και κανένας άλλος. Το οποίο παράπονο με τα χρόνια έγινε βάρος. Ένα βάρος που δεν της έχει επιτρέψει να χαρεί το γεγονός ότι κατάφερε να επιβιώσει σε τόσο δύσκολες συνθήκες. Ένα βάρος που θα κουβαλά με θλίψη για όλη της τη ζωή.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου