Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα…

Υπέροχο τραγούδι. Χωρίς να χρειάζεται να πεις κάτι παραπάνω. Η μελωδία του Μάριου Τόκα, οι στίχοι του Φίλιππου Γράψα, η ερμηνεία του Δημήτρη Μητροπάνου. Ειδικά οι στίχοι που περιγράφουν τόσο λιτά την ομορφιά της πιο ερωτικής πόλης. Ή μήπως κάτι άλλο θέλουν να πουν;

Ίσως να μιλάει για την ίδια την πόλη που γεννήθηκε στην καρδιά της Μακεδονίας «…με μοίρα αυτοκρατόρισσα». Κι από μέρος μιας αυτοκρατορίας έμεινε να πολεμάει μόνη της «…με άδεια φαρέτρα πολεμάω τον χειμώνα από το κάστρο στην καρδιά του Πλαταμώνα». Και κάπου εκεί τα μονοπάτια της θυμίζουν το Φανάρι και τα ντέρτια της Πόλης που έκαναν τη νύχτα μέρα. Σε μια πόλη που αγάπησε τους πρόσφυγες κι άνοιξε την αγκαλιά της σε όσους άφησαν μια ζωή πίσω. Και τους έδωσε μια καινούργια ζωή και της έδωσαν τον τίτλο της Φτωχομάνας «αφού με φέρνει μονοπάτι φαναριώτικο ένα σοκάκι με κρατάει σαλονικιώτικο…». Για τη Θεσσαλονίκη που έσπειρε θύελλες και πάθη. Για τη Θεσσαλονίκη που θέρισε ανέμους και θρύλους.

Ίσως να μιλάνε για μια υπόσχεση που έδωσαν δύο ερωτευμένοι κι είναι κρίμα να χαθεί «…πριν να τη σβήσει με σφουγγάρι ο Βαρδάρης». Και ο Βαρδάρης όταν φυσάει, δεν αφήνει τίποτα στο πέρασμά του. Διώχνει ακόμα και τις κακές σκέψεις. Για αυτό κι η αναζήτηση. Στα σοκάκια ξημερώματα. Σ’ εκείνα τα σοκάκια που αλωνίζει η αιτία του χωρισμού «…το μαχαίρι που στα δύο μας χωρίζει» κι οι στεναγμοί φτιάχνουν το δικό τους οχυρό «… κι έλα εδώ στων στεναγμών το μετερίζι».

«Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα, λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα», γιατί ποιος μπορεί ν’ απολαύσει το ξημέρωμα μόνος του; Ειδικά όταν απ’ όλα τα χρώματα λείπει αυτό που κάνει το πρόσωπό σου να λάμπει περισσότερο. «Σ’ αναζητώ μ’ ένα βιολί κι ένα φεγγάρι, λείπει το όνειρο, εσύ και το δοξάρι» γιατί κάποια πράγματα μόνα τους δεν μπορούν να σταθούν. Κι εδώ έχουμε το πιο ερωτικό σημείο του τραγουδιού. Όπως το βιολί χωρίς το δοξάρι του παραμένει βουβό, έτσι και στον έρωτα ο ένας μόνος του δεν μπορεί να σταθεί.Ίσως να είναι και προφητικοί οι στίχοι «…αφού στον Όλυμπο οι Θεοί το αποφασίσανε, δώσαν’ στο κρύο τα κλειδιά κι αυτοκτονήσανε».

Χάθηκε η γοητεία του μύθου και στη θέση της μπήκε μια οθόνη με τον έρωτα να μετριέται με κλικ και like. «Μόνη ξυπνά μόνη κοιμάται τώρα η μέρα με μηχανάκι, με κομπιούτερ και φλογέρα», ο στίχος που γράφτηκε το 1982 και βγήκε το 1992 και προμήνυε αυτό που ζούμε τώρα. Και κάπως έτσι αναρωτιέσαι αν θα βρει αυτός που ψάχνει το άλλο του μισό. Χαμένο μέσα στα σοκάκια μέσα στη νύχτα. Κάτω από τα φώτα του Επταπυργίου. Ή στην παραλία στο Καραμπουρνάκι. Στα στενά της Τσιμισκή ή στις σκιές των Λαδάδικων. Κάπου εκεί γύρω όπου η μέρα γίνεται νύχτα κι η νύχτα μέρα. Μέχρι να βρεθεί εκείνο το βλέμμα που θα συμπληρώσει την παλέτα των χρωμάτων που ξεπηδούν στην άκρη του Θερμαϊκού. Μέχρι να βρεθεί το όνειρο.

Η Θεσσαλονίκη θα υπάρχει πάντα εκεί για όσους θέλουν να βρουν το όνειρό τους. Για τους ερωτευμένους και τους ανυπότακτους. Για τους δειλούς και τους χαμένους. Αρκεί μια βόλτα στα σοκάκια της με της αυγής τα χρώματα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου