Μπορεί ο έρωτας να κάνει κακό; Μπορεί να γίνει αιτία και αφορμή, για να χαλάσει η υγεία κάποιου; Τι είναι τελικά το Lovesickness; Τι σχέση έχει με το heartbreak; Σπάει όντως η καρδιά, όταν ερωτεύεται; Κάποιοι μιλάνε για κανονική αρρώστια –πάθηση σχεδόν- ή οποία χρήζει ιατρικής παρακολούθησης. Κάποιοι κάνουν λόγο για ψυχολογική διαταραχή, με τις φωνές των ειδικών να τους υποστηρίζουν στην πλειοψηφία τους. Κι υπάρχουν κι αυτοί που απλά λένε ότι ο έρωτας σε ζωντανεύει, ακόμα κι αν είναι μονόπλευρος και ανεκπλήρωτος. Η αλήθεια είναι όμως κάπου στη μέση.
Ο όρος lovesickness δε μεταφράζεται ακριβώς στα ελληνικά. Θα μπορούσαμε να το πούμε ως «ερωτικός καημός» ή «μαρασμός από έρωτα». Κάθε συναίσθημα έχει πάντα την καλή και την κακή του πλευρά. Το Lovesickness είναι η άσχημη πλευρά του έρωτα. Πρόκειται για την περίπτωση του ατόμου που ερωτεύεται και δε βρίσκουν ανταπόκριση τα συναισθήματά του. Αν μπορούσαμε να φέρουμε στη μνήμη μας ένα παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο αριστούργημα του Shakespeare «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», οι οποίοι οδηγούνται στο θάνατο από τον έρωτα που νιώθουν ο ένας για τον άλλο. Κάπως έτσι μπορεί κάποιος να καταλάβει ότι το lovesickness δεν έχει να κάνει με την «υγιή» τρέλα του έρωτα αλλά με τη σκοτεινή του πλευρά.
Το Lovesickness αναφέρεται ουσιαστικά σε περιπτώσεις ανεκπλήρωτου έρωτα. Όταν δηλαδή ο ερωτευμένος παθαίνει ένα είδος εμμονής με το άλλο πρόσωπο –το οποίο συνήθως τον απορρίπτει- κι έτσι οδηγείται στο να κάνει ασυναίσθητα κακό στον εαυτό του. Αυτό είναι κάτι επίσης που μπορεί να εμφανιστεί μετά από έναν χωρισμό ή θάνατο του αγαπημένου και σε αρχαία κείμενα το βλέπαμε να «μεταφράζεται» ως μελαγχολία του έρωτα. Από τη στιγμή που μία κατάσταση του μυαλού τόσο ιδιαίτερη, όπως ο έρωτας, παρουσιάζει συμπτώματα αρρώστιας, όπως η ναυτία, ο πονοκέφαλος, ο πυρετός, κάποιες καρδιακές δυσλειτουργίες και η έλλειψη όρεξης, τότε μιλάμε για ασθένεια. Μια ασθένεια ψυχολογικής φύσεως, η οποία κάπως έπρεπε να ονομαστεί.
Ο Freud σε αυτό το σημείο ήρθε πριν από 100 χρόνια περίπου να διευκρινίσει τα πράγματα: είναι άλλο το να ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο κι άλλο το να νομίζεις ότι μπορείτε να είστε μαζί. Κάπου σε αυτό το σημείο το μυαλό συγχέεται και δεν μπορεί να κατανοήσει ότι το να ερωτεύεσαι κάποιον, δε σημαίνει ότι σίγουρα θα είστε μαζί και ότι και ο άλλος θα νιώσει το ίδιο. Στη μεγάλη αυτή συζήτηση περί έρωτα έχουν μπει τόσο οι ψυχολόγοι, όσοι και οι νευρολόγοι. Όπως είναι γνωστό, όταν ένας άνθρωπος ερωτεύεται, αρχίζει ο εγκέφαλός του κι εκκρίνει κάποιες ορμόνες νευροδιαβιβαστές: Τη νορεπινεφρίνη, η οποία ενεργοποιεί την καρδιά, τη σεροτονίνη, γνωστή ως την ορμόνη της καλής διάθεσης και την ντοπαμίνη που ενεργοποιεί την αίσθηση της απόλαυσης. Όταν ο έρωτας βρίσκει ανταπόκριση, τότε τα επίπεδα των ορμονών αυτών κατεβαίνουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Μέχρι τότε όμως καταλήγουν να συγχύζουν τον εγκέφαλο και πλέον ο ερωτευμένος οδηγείται σε ακραίες καταστάσεις, σχεδόν εμμονικές. Σε αυτό το σημείο, επιβάλλεται η παραπομπή σε κάποιον ειδικό.
Η διαταραχή των ορμονών αυτών μπορεί να οδηγήσει τον ερωτευμένο σε ακραίες καταστάσεις. Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε για μια διαταραχή που χρήζει θεραπείας. Μπορεί κάποιοι να γελάσουν και να πουν ότι από έρωτα δεν πέθανε κανείς, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το πώς θα αντιδράσει το μυαλό σε μια τέτοια κατάσταση. Όπως η περίπτωση της Όρσας στο αριστούργημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Μικρά Αγγλία», η οποία βίωσε την απώλεια του αγαπημένου της, εγκαταλείποντας το σώμα της, μην έχοντας όρεξη για ζωή.
Πριν κατηγορήσουμε τον έρωτα και τον κατεβάσουμε από το βάθρο της απόλαυσης, ας αναλογιστούμε αν πραγματικά αυτό που νιώθουμε είναι έρωτας κι όχι εγωισμός για κάτι που δε μας ανήκει και παρ’ όλα αυτά θέλουμε να αποκτήσουμε. Ναι, ο έρωτας δεν είναι πάντα ρόδινος. Χρειάζεται όμως και μυαλό που να μας υπενθυμίζει να βιώνουμε τον έρωτα μέχρι εκεί που μπορούμε, χωρίς να τον μετατρέψουμε σε ένα αρρωστημένο τέρας που θα παίζει με το μυαλό και το σώμα μας.
Φωτογραφία από την ταινία “Μικρά Αγγλία”
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου