Κάθε χρόνο, περίπου τέτοια περίοδο, σκεφτόμαστε τι δώρο θα πάρουμε στη μαμά για τη Γιορτή της Μητέρας. Μετά από λίγο, συνήθως, θα μας πάρει στο τηλέφωνο για να γκρινιάξει για όλα αυτά που πιστεύει ότι κάνουμε για να καταστρέψουμε την ανθρωπότητα: Δε φάγαμε –«Τι θα πει δεν έχεις φάει ακόμα;»–, φάγαμε –«Σταμάτα να τρως, είδες πώς έχεις γίνει;»–, δεν πλύναμε τα πιάτα –«Σκουλήκια θα πιάσεις!»–, λάθος επιλογή συντρόφου –«Πού πας και τους βρίσκεις;»–, κοιμόμαστε (αργά) –«Πάλι ξενύχτησες χτες βράδυ.»– κλπ κλπ. Αναθεωρείς το δώρο που θα πάρεις, τελικά, και το βάζεις σε δεύτερη μοίρα με εμφανή τον κίνδυνο να το ξεχάσεις. Και, φυσικά, το ξεχνάς.

Μόλις φτάσει Παρασκευή, το ξαναθυμάσαι κι αρχίζεις να ψάχνεις χρόνο, για να της πάρεις κάτι που θα πληροί τα εξής κριτήρια: Να της κάνει το μέγεθος (βασικό!), να ‘ναι κάτι καλό κι όχι φο («Εμείς μεγαλώσαμε με χρυσά, όχι με πλαστικά!»), να ‘ναι του γούστου της, γιατί όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε περίεργοι (όλοι μας), να μην τρώγεται, γιατί είναι σε κρίσιμη ηλικία (και λογικά κάποιο χαπάκι θα πρέπει να παίρνει ανελλιπώς), να μη φυτεύεται, γιατί δε θα ταιριάζει με τα υπόλοιπα φυτά στο μπαλκόνι (ειδικά στα χρώματα). Κοινώς, θα πρέπει να λυπόμαστε κάθε υπάλληλο που θα προσπαθήσει να μας κάνουν να αγοράσουμε ένα δώρο, κι εμείς θα πρέπει να το απορρίψουμε ευγενικά κι αθόρυβα. Κι όλα αυτά, γιατί τα παράπονά της θα συνεχιστούν -ό,τι και να της πάρουμε.

Και πάμε τώρα σε εκείνη τη μαγική περίπτωση που η γκρίνια της βγαίνει αληθινή κι ακούμε εκείνη τη φοβερή φράση: «Εγώ στα ‘λεγα. Δεν την άκουσες τη μανούλα». Συνήθως αυτό συμβαίνει σε δυο περιπτώσεις: α) μόλις ανεβούμε στη ζυγαριά (άτιμο μηχάνημα) και β) όταν ο –και καλά– άνθρωπός μας αποδειχτεί σκάρτος (πάλι μέσα έπεσε). Κι αρχίζεις να θυμάσαι όλες εκείνες τις φορές που έκανε εκείνους τους ωραίους μονολόγους της κι εσύ της έλεγες «Όχι τώρα, ρε μάνα», και που τελικά έπρεπε να την ακούσεις, για να μη φας τα μούτρα σου για ακόμη μια φορά.

Σε αυτή τη μαγική περίπτωση που πέφτει μέσα η μανούλα, φέρνεις τα πάνω κάτω για να της πάρεις το πιο άξιο, ακριβό και μοναδικό δώρο, γιατί απλά η διαίσθησή της βγήκε αληθινή κι εσύ δεν τόλμησες να το παραδεχτείς. Κι εννοείται πως προτιμάς να μην της πεις την άλλη δύσκολη φράση: «Είχες δίκιο, τελικά, ρε μάνα».

Χωρίς να το γνωρίζεις, όμως, αυτή θα σου κάνει ένα πολύτιμο δώρο που θα το κουβαλάς μέσα σου -κυρίως όταν φύγει απ’ τη ζωή, κάποια στιγμή. Κι αυτό το δώρο είναι αυτό που δημιούργησε το νοιάξιμό της. Αυτή η «γκρίνια» που αποδεικνύεται ότι ήταν για  καλό τις περισσότερες φορές. Είναι αυτό το κουδουνάκι που θα χτυπάει μέσα μας προειδοποιητικά, όταν θα πρόκειται να κάνουμε ένα λάθος και δε θα μπορούμε να την συμβουλευτούμε. Είναι αυτό το μικρό καμπανάκι που θα μας βοηθάει να βλέπουμε καθαρά το λάθος και να το διορθώνουμε. Είναι αυτός ο συναγερμός που θα μας κάνει να καταλαβαίνουμε τους τοξικούς ανθρώπους κι όσους μας κάνουν παραπάνω κακό από καλό και να τους βάζουμε στη θέση τους, έξω απ’ τη ζωή μας.

Δώσε χρόνο στον εαυτό σου και μετάφρασε την γκρίνια της. Ίσως πίσω απ’ το σχόλιο για τον σύντροφό σου να βλέπει ότι εσύ δεν είσαι καλά μαζί του και θέλει να σε βοηθήσει να μη χάσεις χρόνο απ’ τη ζωή σου. Πίσω απ’ τα υπονοούμενα για να συμμαζέψεις το σπίτι σου, να σκέφτεται ότι θα νιώσεις καλύτερα όταν γυρίσεις μες στην κούραση απ’ τη δουλειά και θα ‘χεις να ασχοληθείς μόνο με τον εαυτό σου. Πριν νευριάσεις μαζί της και της βάλεις τις φωνές, σκέψου πρώτα αν αυτά που σου λέει έχουν κάποια βάση και μην την αποπάρεις. Πολλές φορές το κάνει από φόβο, γιατί βλέπει ότι κάνεις τα ίδια λάθη με ‘κείνη. Και φυσικά στο τέλος αυτή είναι που σου δίνει την πιο πολύτιμη συμβουλή.

Σκέψου, μήπως το καλύτερο δώρο για τη μαμά είναι μια φορά να αφουγκραστείς τους φόβους και τις έννοιες της;

 

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη