Κάθε τόπος έχει τους μύθους του και τις ιστορίες που πέρασαν και συνεχίζουν να περνούν από γενιά σε γενιά, κυρίως από προφορικές μαρτυρίες. Μέρη ειδικά που συνέδεσαν την ιστορία τους με τη θάλασσα έχουν πιο πολλές ιστορίες να μας πουν. Aν, για παράδειγμα, πάρεις το καραβάκι για τις Οινούσσες, λίγο πριν αυτό προσεγγίσει το λιμάνι της Αιγνούσας, μέσα στη θάλασσα πάνω σε έναν βράχο που αχνοφαίνεται, βρίσκεται ένα μπρούτζινο άγαλμα γοργόνας, η Οινουσιώτισσα, η οποία φοράει στέμμα και κρατάει ένα ιστιοφόρο στο αριστερό της χέρι. Με κάθε άνεμο και κάθε καιρό η Οινουσιώτισσα γοργόνα είναι εκεί, για να καλωσορίζει τους επισκέπτες του νησιού και να θυμίζει τις ιστορίες που έγραψαν και συνεχίζουν να γράφουν στη Ναυτοσύνη οι Οινούσσες. Οι περισσότεροι επίσης γνωρίζουν την ιστορία της Μικρής Γοργόνας, του αγάλματος που βρίσκεται στην Κοπεγχάγη, και το οποίο στέκεται εκεί σε μια ακτή προς τιμήν του Hans Christian Andersen και έχει γίνει σύμβολο της πόλης για πάνω από έναν αιώνα.
Ενώ κανείς θα περίμενε ότι μια νησιωτική περιοχή θα είχε για ήρωα στα λαϊκά παραμύθια κάποια γοργόνα ή κάποιον μεγάλο μαχητή, στις Νήσους Feroe και ειδικά στο νησί Kalsoy η παράδοση θέλει για ηρωίδα της μία γυναίκα – φώκια, την Kόpakonan. Το άγαλμα της στέκεται στην ακτή στο χωριό Mikladagur και είναι φτιαγμένο από μπρούτζο και ατσάλι. Είναι ειδικά σχεδιασμένο στο να αντέχει ακόμα και τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες. Κάποιοι ταξιδευτές έχουν αναφέρει ότι πριν από 10 χρόνια, ένα κύμα γύρω στα 12 μέτρα ύψος «κατάπιε» το άγαλμα, χωρίς όμως η Kόpakonan να πάθει το παραμικρό. Ποια είναι όμως η ιστορία αυτής της γυναίκας και γιατί στέκεται εκεί αγέρωχη και ολόγυμνη, κρατώντας το δέρμα μιας φώκιας;
Ο θρύλος της γυναίκας- φώκιας έχει πρωταγωνίστριες τις Selkies, οι οποίες ήταν πλάσματα του νερού και τις συναντούμε κυρίως στη σκανδιναβική μυθολογία. Ο μύθος τους θέλει τις γυναίκες-φώκιες να βγαίνουν στις ακτές, λίγο πριν ξημερώσουν τα Θεοφάνεια, να βγάζουν το δέρμα τους -το δέρμα της φώκιας- και να μεταμορφώνονται σε σαγηνευτικές ανθρώπινες υπάρξεις, που θέλουν έστω για μία μέρα να ζήσουν όπως οι άνθρωποι στη Γη. Η ιστορία θυμίζει λίγο το παιδικό παραμύθι της Ariel, αλλά ο θρύλος της Kόpakonan είναι λίγο πιο σκληρός.
Σύμφωνα με αυτόν, κάποτε ένας κτηνοτρόφος από το Mikladagur, θέλοντας να δει από κοντά μία γυναίκα-φώκια, πήγε στην ακτή και περίμενε να τις δει να βγαίνουν από τη θάλασσα. Όταν αυτές οι γυναίκες βγήκαν στη στεριά, έβγαλαν το δέρμα της φώκιας από πάνω τους και τα έκρυψαν στους βράχους. Χόρευαν όλη τη μέρα στην ακτή με τα γυναικεία σώματά τους και ο κτηνοτρόφος ερωτεύτηκε μία από αυτές. Θέλοντας να την κρατήσει στη στεριά, πήρε από την κρυψώνα της το δέρμα φώκιας της και όταν ήρθε η ώρα οι γυναίκες αυτές να ξαναφορέσουν τα δέρματα τους και να ξαναγίνουν πάλι φώκιες, η κοπέλα αυτή δε βρήκε το δέρμα της εκεί που το είχε κρύψει. Αντί αυτού συνάντησε τον κτηνοτρόφο και τον παρακάλεσε να της το δώσει πίσω. Εκείνος όμως αρνήθηκε και αυτή αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει και να παντρευτούν. Έκαναν μαζί πολλά παιδιά και πάντα αυτός είχε ζωσμένο στη ζώνη του το κλειδί από το μπαούλο όπου φυλούσε το δέρμα φώκιας, από φόβο μην το πάρει η γυναίκα του και τον εγκαταλείψει.
Μία μέρα, λοιπόν, που πήγε για δουλειά, ξέχασε να πάρει το κλειδί μαζί του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν αργά, δηλώνοντας στους φίλους του «Απόψε θα χάσω τη γυναίκα μου». Γύρισε στο σπίτι και βρήκε τα παιδιά μόνα τους και τη γυναίκα του εξαφανισμένη. Αυτή είχε βρει το κλειδί, άνοιξε το μπαούλο, ξαναφόρεσε το δέρμα φώκιας της και γύρισε στη θάλασσα. Πριν φύγει, όμως, για τη θάλασσα είχε σβήσει τη φωτιά στο σπίτι και είχε κρύψει τα μαχαίρια, για να προστατεύσει τα παιδιά της από τυχόν ατυχήματα όση ώρα θα έμεναν μόνα. Όταν ξαναγύρισε στη θάλασσα, βρέθηκε με την παλιά της αγάπη όπου οι ιστορίες λένε ότι ήταν μια αρσενική φώκια ενώ κάποιες άλλες λένε ότι ήταν ένας θαλάσσιος ελέφαντας. Εκείνος την αναγνώρισε και αμέσως τη ζήτησε για γυναίκα του. Εκείνη δέχτηκε γιατί ήταν χρόνια ερωτευμένη μαζί του.
Τα παιδιά της όμως ήταν στεναχωρημένα από την απουσία της. Κάθε φορά που κατέβαιναν στην ακτή, εμφανιζότανε μία φώκια από μακριά και τα κοιτούσε. Οι κάτοικοι έλεγαν ότι αυτή ήταν η μητέρα των παιδιών, η οποία όμως ποτέ δεν επέστρεψε στη Γη. Ο θρύλος θέλει αυτά τα παιδιά να ονομάζονται Sliocha nan Ron ή σκέτο Roan, παιδιά δηλαδή που γεννήθηκαν από τη σμίξη ενός ανθρώπου και ενός μυθικού πλάσματος.
Όταν πέρασαν πολλά χρόνια, η Kόpakonan είχε κάνει παιδιά με τον δεύτερο άντρα της και ζούσε μαζί τους μέσα στη θάλασσα. Κάποια στιγμή, οι κάτοικοι του Mikladagur αποφάσισαν να κυνηγήσουν φώκιες στα ανοιχτά και μαζί τους πήγε και ο κτηνοτρόφος – ο πρώτος άντρας της. Το προηγούμενο βράδυ εμφανίστηκε στο όνειρό του η Kόpakonan και του ζήτησε να μη σκοτώσουν τον δεύτερο άντρα της και τα παιδιά που είχε κάνει μαζί του, επισημαίνοντάς του κάποια σημάδια που έχουν στο σώμα τους, για να τους αναγνωρίσει. Ο κτηνοτρόφος αγνόησε το όνειρο και φυσικά οι άντρες του χωριού σκότωσαν όσες φώκιες βρήκαν μπροστά τους. Ανάμεσα σε αυτές ήταν ο δεύτερος άντρας και τα παιδιά της Kόpakonan, των οποίων το κρέας πήρε ο κτηνοτρόφος στο σπίτι, για να το μαγειρέψει. Την ώρα όμως που άναψε τη φωτιά, μέσα σε ένα μεγάλο πέπλο καπνού εμφανίστηκε η Kόpakonan γεμάτη θυμό και στεναχώρια μαζί. Τότε έριξε μία κατάρα στους κατοίκους του Mikladagur, που σκότωσαν την οικογένειά της και σε όλο τον νησί: να χάνονται οι άντρες του χωριού στις θάλασσες ή να σκοτώνονται στα βράχια, μέχρι ο αριθμός των νεκρών να είναι τόσος, ώστε να ενώσουν όλοι τους στα χέρια γύρω από τις ακτές του νησιού Kalsoy. Εξαφανίστηκε και έκτοτε κανείς δεν την ξαναείδε.
Μέχρι σήμερα λέει ο θρύλος ότι οι άντρες του χωριού κυρίως θαλασσοπνίγονταν ή έπεφταν στα βράχια και ακόμα και σήμερα κάποιοι κάτοικοι αποδίδουν τέτοιους θανάτους στην κατάρα της Kόpakonan. Λέγεται ότι το άγαλμα της στήθηκε, για να την τιμήσει και να σβήσει την κατάρα από το πεπρωμένο τον κατοίκων του χωριού.
Όπως και να έχει η ιστορία της, κρύβει μέσα μία αδικία και μία νέμεσις όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε μύθο. Για την Kόpakonan έχουν γραφτεί άπειρα βιβλία και ιστορίες, ενώ οι γυναικείες αυτές φιγούρες των θαλασσών -οι γυναίκες φώκιες ή Selkies- έχουν κάνει την εμφάνισή τους στη σκωτσέζικη, στην κέλτικη αλλά και στην ιρλανδική μυθολογία. Υπάρχουν ακόμα και ιστορίες που θέλουν τους ψαράδες να τραγουδάνε στις φώκιες που περιτριγύριζαν τα σκάφη τους και αυτές να τους ζητάνε να μην κάνουν κακό σε αυτές και τα παιδιά τους. Η Kόpakonan είναι ίσως η πιο γνωστή από αυτά τα μυθικά πλάσματα και πριν από λίγα χρόνια γράφτηκε ένα μοναδικό τραγούδι για αυτήν από την Eivør Pálsdóttir με τίτλο «Trøllabundin»: «Μαγεμένη είμαι, ο μάγος με μάγεψε με μαγικό ξόρκι μέσα στην ψυχή μου, στην καρδιά μου σιγοκαίει μια φωτιά και ένα ξόρκι στη ρίζα της καρδιάς μου, τα μάτια μου θωρούν εκεί που στεκόταν ο μάγος…»
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη