Κανένα διαζύγιο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ειδικά όταν υπάρχουν παιδιά στη μέση. Έχουμε δει κι ίσως έχουμε αντιμετωπίσει κι οι ίδιοι περιπτώσεις διαζυγίου που έχει καταλήξει σε δικαστικές αίθουσες και σε δικηγορικά γραφεία με κατηγορίες και καβγάδες. Όταν βλέπεις μια τέτοια περίπτωση, σίγουρα, αν είσαι εξωτερικός θεατής, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτείς είναι το παιδί που βρίσκεται στη μέση. Ναι μεν ένα διαζύγιο είναι οδυνηρή εμπειρία για το ζευγάρι, αλλά για το παιδί είναι ακατανόητο και βάναυσο. Αυτό ισχύει γιατί ένα παιδί δεν είναι ώριμο να δει κάποια πράγματα και να τα αξιολογήσει όπως οι ενήλικες. Πολλά, μάλιστα, βιώνουν το διαζύγιο των γονιών τους με βουβό τρόπο κι εξωτερικεύουν τον πόνο και τη δυσκολία τους με τρόπους που -εκ πρώτης- μπορεί να φαίνεται πως δε συσχετίζονται με το συμβάν.
Ένας τρόπος είναι η περίπτωση του Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης. Αν και δεν είναι ένα σύνδρομο που συγκαταλέγεται στις ψυχικές ή σωματικές ασθένειες, έρχεται να εξηγήσει πολλά ως προς τη συμπεριφορά των παιδιών στην περίπτωση ενός σκληρού διαζυγίου. Συγκεκριμένα, όταν ένα παιδί παρουσιάζει αυτό το σύνδρομο, βγάζει έντονη επιθετικότητα απέναντι στον ένα γονέα από τους δύο, μια επιθετικότητα που καλλιεργείται από τον άλλο γονέα. Με λίγα λόγια, οι επιθετικές συμπεριφορές μεταξύ του ζευγαριού μεταφέρονται στο παιδί, το οποίο δηλητηριάζεται από τον έναν γονέα με διάφορες κατηγορίες εναντίον του άλλου. Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς είναι το παιδί να πάρει το μέρος του κατήγορου και ν’ απομακρύνεται σταδιακά συναισθηματικά και πραγματικά από τον άλλο γονέα.
Οι θύτες στην προκειμένη περίπτωση είναι οι γονείς. Υπάρχουν αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται ότι με αυτή τη συμπεριφορά ουσιαστικά δηλητηριάζουν το παιδί τους κι αυτό επιτίθεται στον έναν από τους δύο γονείς και τον απαξιώνει. Σε αρκετές περιπτώσεις βέβαια λειτουργούν εντελώς συνειδητά, για να υπονομεύσουν τον/την πρώην σύζυγο και να τους αποκαθηλώσουν στα μάτια του παιδιού, ενώ στις πιο ακραίες περιπτώσεις οι γονείς εμφανίζουν εμμονικές συμπεριφορές. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, στόχος των εμμονικών γονιών είναι να κόψουν κάθε δεσμό του παιδιού τους με τον άλλο γονέα, να το αποκόψουν εντελώς, κάνοντας συστηματικά «πλύση εγκεφάλου» με κακεντρεχή σχόλια. Σε κάθε περίπτωση το να κερδίσουν το παιδί με το μέρος τους είναι ο σκοπός τους, δεδομένου ότι το αντιμετωπίζουν ως τρόπαιο του νικητή στον πόλεμο του διαζυγίου.
Πώς εκδηλώνει όμως αυτή τη συμπεριφορά το παιδί; Κυρίως με άρνηση και με γκρίνια: δε θέλει να πάει στον άλλο γονιό για το σαββατοκύριακο, δεν του απευθύνει το λόγο, θυμώνει μαζί του με το παραμικρό, αντιδράει άσχημα και γενικά επιλέγει άθελά του να τον βάλει στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Χωρίς απαραίτητα να υπάρχει κατηγορία με αληθινά στοιχεία που να ευσταθούν. Όλη αυτή η κατάσταση του δημιουργεί άγχος και στρες, που συχνά οδηγούν στη θλίψη και στην κατάθλιψη. Κι όλα αυτά που βιώνει μέσα του δεν μπορεί να τα διαχειριστεί λόγω της ηλικιακής ανωριμότητάς του, γι’ αυτό και δεν μπορεί να τα εκφράσει και να τα αξιολογήσει όπως πρέπει. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το παιδί «δένεται» πιο δυνατά με τον γονιό-κατήγορο και δημιουργεί μαζί του ένα δεσμό εφάμιλλο του Συνδρόμου της Στοκχόλμης. Από την άλλη, ο «κατηγορούμενος» γονιός με την πάροδο του χρόνου απομακρύνεται κυρίως μετά από τις απέλπιδες προσπάθειές του να κερδίσει την εύνοια του παιδιού του.
Αν και πλέον, ως όρος, χρησιμοποιείται από μέλη της επιστημονικής κοινότητας, το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης οφείλει το όνομα του στον Dr. Richard Gardner (1931-2003), Παιδοψυχίατρο και Καθηγητή Ψυχιατρικής, ο οποίος ουσιαστικά έφερε το θέμα αυτό στην επιφάνεια, δίνοντάς του υπόσταση. Δεδομένου ότι οι κλινικές μελέτες που έκανε, οι εργασίες και τα άρθρα που δημοσίευσε κι οι έρευνές του έχουν κάποια βάση, η επιστημονική κοινότητα μέχρι σήμερα δεν έχει αποδεχτεί τις θεωρίες του για το σύνδρομο αυτό. Η δουλειά του Gardner από τη δεκαετία του ’80 και μετά, επικεντρώθηκε στην ψυχοθεραπεία των παιδιών, στην αποξένωση κι απαξίωση των γονέων αλλά και στον έλεγχο της επιμέλειας ανηλίκων. Συγκεκριμένα, είχε δουλέψει για πολλά χρόνια ως εμπειρογνώμονας πάνω σε θέματα επιμέλειας και γονικής μέριμνας παιδιών μετά από διαζύγια. Αυτή η ειδίκευσή του τον έφερε πολλές φορές μέσα σε δικαστικές αίθουσες όπου εντόπισε τις συμπεριφορές των γονιών που επηρεάζουν τον ψυχικό κόσμο των παιδιών και οδηγούν στην αποξένωση. Αρκετές περιπτώσεις που είχε αξιολογήσει ο ίδιος είχαν να κάνουν με γονείς που κατηγορούνταν για κακοποιητικές συμπεριφορές, οι οποίες πολλές φορές δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα κι απλώς ήταν κομμάτι της «πλύσης εγκεφάλου» της αντίθετης πλευράς.
Στη Βραζιλία το 2010 ψηφίστηκε νόμος όπου όρισε ως γονική αποξένωση «την παρέμβαση στην ψυχολογική διαμόρφωση του παιδιού ή του εφήβου που προωθείται ή προκαλείται από έναν από τους γονείς, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες ή από εκείνους που έχουν το παιδί ή τον έφηβο υπό την εξουσία, την επιμέλεια ή την εποπτεία τους, συνεπεία της οποίας απαρνείται τον γονέα ή προκαλεί βλάβη στην εγκαθίδρυση ή τη διατήρηση των δεσμών με αυτόν». Στο σχετικό νόμο αναφέρονται συμπεριφορές ως παραδείγματα όπως οι ψευδείς κατηγορίες του ενός γονιού στον άλλο, η μετεγκατάσταση του παιδιού σε άλλη πόλη ή χώρα χωρίς λόγο, η στέρηση επαφής κι άλλα. Με λίγα λόγια όρισαν ότι η γονική αποξένωση που καλλιεργείται από τον έναν γονιό εναντίον του άλλου συνιστά ψυχική κακοποίηση του παιδιού και διώκεται ποινικά.
Σήμερα δυστυχώς η δικαστική κοινότητα δυσκολεύεται ν’ αποδεχτεί και να τοποθετήσει το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης μέσα στα νομικά πλαίσια, αν και κάποιες πολιτείες στην Αμερική το δέχονται. Λόγω έλλειψης ερευνητικού υλικού από την επιστημονική κοινότητα, ελάχιστοι δικαστικοί αναγνωρίζουν το σύνδρομο ως ψυχική πάθηση. Παρ’ όλα αυτά η 25η Απριλίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ενημέρωσης για τη Γονική Αποξένωση κι αρκετές γονεϊκές κοινότητες έχουν προβεί σε σχετικές εκστρατείες ενημέρωσης. Η λύση που ενδείκνυται για να μη βρεθεί κάποιο παιδί σε τέτοια θέση είναι η ισορροπημένη συνεπιμέλεια, που θα επιτρέπει στο παιδί να περνάει το ίδιο χρόνο και με τους δύο γονείς. Γιατί κάθε διαζύγιο θα πρέπει πάντα να βγαίνει με γνώμονα το καλό του παιδιού, ακόμα κι αν κάποιες φορές οι ίδιοι οι γονείς δυσκολεύονται να το δουν καθαρά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου