Καμιά φορά κι εμείς οι μεγάλοι έχουμε απορία σχετικά με το πώς μπορεί ένα μικρό παιδί να αισθανθεί και να βιώσει το πένθος του θανάτου όπως το βιώνουμε και εμείς οι μεγάλοι. Νομίζουμε πολλές φορές πώς ένα παιδί τεσσάρων, πέντε ή έξι χρονών, αλλά και πιο μεγάλο, δε θρηνεί. Ίσως γιατί δε γνωρίζει τι είναι ο θρήνος και τι σημαίνει να «έχεις πένθος». Αυτό όμως αρκετοί επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι δεν ισχύει. Τα παιδιά, ήδη από μια ηλικία και μετά, πενθούν και βιώνουν τον θρήνο που φέρνει η απώλεια, ο θάνατος. Απλά ο τρόπος τους δε μοιάζει με τον τρόπο των μεγάλων.
Για παράδειγμα, κάποιοι έχουν συνδέσει τον θρήνο με το κλάμα. Οπότε αν ένα παιδί δεν κλάψει για τον άνθρωπο ή για το ζωάκι του που έφυγε από τη ζωή, οδηγούμαστε εύκολα στο συμπέρασμα ότι δεν πενθεί και ότι δε στεναχωριέται γι’ αυτήν την απώλεια. Και εκεί δυστυχώς είναι το μεγάλο λάθος που κάνουμε με τα παιδιά. Υπάρχουν συναισθήματα που τα παιδιά δεν ξέρουν πώς να τα εκφράσουν αλλά και καταστάσεις που δεν ξέρουν πώς να τις διαχειριστούν.
Μια τέτοια περίπτωση είναι το βουβό κλάμα. Αυτό που λιμνάζει μέσα μας και ψάχνει τρόπο και διέξοδο να ξεσπάσει. Αυτήν τη μορφή θρήνου είναι κάτι που προσπαθεί ένα παιδί να διαχειριστεί μέσα του. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν καταλαβαίνει κάποια πράγματα που συμβαίνουν -όπως γιατί ξαφνικά σταμάτησε η γιαγιά να έρχεται ή γιατί κάποιος ενώ δε φαινόταν άρρωστος τώρα πια δεν υπάρχει- το ψυχολογικό βάρος είναι δυσβάσταχτο. Ο τρόπος που εξωτερικεύουν το πένθος τους και το πώς ανταπεξέρχονται απέναντι σ’ αυτό εξαρτάται από κάποιους παράγοντες. Σίγουρα, όσο πιο πολύ ζούμε με έναν άνθρωπο ή μ’ ένα ζώο, ο δεσμός γίνεται και πιο ισχυρός. Για αυτό και οι μεγάλοι αργούν να «πετάξουν» το πένθος από πάνω τους. Τα παιδιά -ανάλογα με την ηλικία- όμως διαφοροποιούνται στους τρόπους διαχείρισης του πένθους. Γύρω στα 3 χρόνια δεν μπορούν να κατανοήσουν τι είναι ο θάνατος και ότι είναι κάτι οριστικό. Αντιλαμβάνονται την απώλεια ως μια απουσία από την καθημερινή τους ζωή. Στη νηπιακή ηλικία 5-6 χρονών αντιλαμβάνονται ότι ένα άτομο που αγαπούσαν έχει φύγει αλλά μέσα τους κρύβουν μια προσμονή ότι κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει. Όσο μεγαλώνουν αρχίζουν και αντιλαμβάνονται ότι ο θάνατος είναι κάτι οριστικό κι αμετάκλητο. Και φυσικά, όταν φτάσουν στην εφηβική ηλικία, εκεί πλέον αρχίζουν και κατανοούν ότι ο θάνατος είναι κάτι που θα συμβεί σ’ όλους.
Πώς ένα παιδί, όμως, εξωτερικεύει το πένθος του; Αν είναι μικρό και βλέπουμε ότι δεν αντιδράει αυτό σημαίνει ότι μέσα του υπάρχει μια στεναχώρια, η οποία όμως μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες αλλαγές στο χαρακτήρα του και στη συμπεριφορά του γενικότερα. Όσο μεγαλώνει, η θλίψη του γίνεται πιο φανερή. Συνηθισμένη αντίδραση απέναντι στην απώλεια είναι και κάποια πισωγυρίσματα όπως οι φοβίες, η εξάρτηση από τη μαμά ή τον μπαμπά, κάποιες διαταραχές στον ύπνο και στην ενούρηση αλλά και η έλλειψη διάθεσης για το οτιδήποτε. Όσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να βιώσει το πένθος, τόσο δύσκολο είναι και για έναν μεγάλο να μπορέσει να προστατεύσει το παιδί αυτό την ώρα του θρήνου.
Ειδικοί ψυχολόγοι συστήνουν ότι θα πρέπει το παιδί να ενημερώνεται με απλές λέξεις και εκφράσεις για το γεγονός και φυσικά να είμαστε πάντα ανοιχτοί στο να δεχτούμε και την πιο χαζή απορία που θα μπορούσε να έχει πάνω σε αυτό το θέμα. Επίσης συστήνεται να μην υπάρχουν ιδιαίτερες αλλαγές στην καθημερινότητά του παιδιού έτσι ώστε να έχει να διαχειριστεί μόνο το πένθος και όχι και κάποια ακόμα αλλαγή στη ζωή του. Γιατί η απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου είναι μια μεγάλη αλλαγή για τη ζωή του παιδιού σε όποια ηλικία και αν αυτό τη βιώνει. Ιδανικά η συμβολή κάποιου ειδικού ψυχολόγου θα το βοηθήσει πάρα πολύ και ίσως όχι μόνο το παιδί, αλλά όλη την οικογένεια.
Άλλωστε το παιδί όπως και ένας μεγάλος χρειάζεται χρόνο. Χρόνο, για να του εξηγήσεις τι συνέβη και γιατί. Χρόνο και χώρο, για να μπορέσει να εκδηλώσει τα συναισθήματά του για την απώλεια αυτή, να επουλώσει τις πληγές του. Το βασικό είναι το παιδί να γνωρίζει ότι έχει ανθρώπους να το στηρίζουν ακόμα και αν ένας απ’ αυτούς έφυγε από τη ζωή. Όταν καταλάβει ότι έχει αυτήν την ασφάλεια στη ζωή του, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει ακόμα πιο δύσκολες καταστάσεις στο μέλλον.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου