Στις τελευταίες δύο δεκαετίες η χρήση του διαδικτύου έχει γίνει εκτενής και ιδιαίτερα διαδεδομένη παγκοσμίως. Η καταγραφή δισεκατομμυρίων ιδεών καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στις δημοσιογραφικές στήλες και στα blogs αποφέρει μεν στον συντάκτη και στον συγγραφέα ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και αμέτρητα κλικ, αλλά εκθέτει το έργο και σε «κλέφτες», που χρησιμοποιούν μέρη της δουλειάς των άλλων για δικιά τους. Λόγω της πληθώρας των δημοσιεύσεων στο διαδίκτυο, υπάρχουν πολλοί που δεν μπορούν να κατοχυρώσουν τα πνευματικά τους δικαιώματα και παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της λογοκλοπής. Η λογοκλοπή ή πλαγιαρισμός (στα λατινικά plagiarius σημαίνει «απαγωγέας» ή «λεηλατητής») είναι ένα συχνό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ο κλέφτης οικειοποιείται ή καταχράται κείμενα, λεγόμενα ή έργα κάποιου άλλου, είτε αυτούσια είτε παραφρασμένα και τα παρουσιάζει ως δικά του. Το γεγονός ότι τα χρησιμοποιεί χωρίς να αναφερθεί, ή έστω να παραπέμψει, στην αρχική πηγή έχει χαρακτηριστεί ανέντιμο, ανήθικο και είναι φυσικά κατακριτέο καθώς αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Το φαινόμενο της λογοκλοπής παρατηρήθηκε και συζητήθηκε ιδιαίτερα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, πριν την εξάπλωση του διαδικτύου. Τόσο στη Μεγάλη Βρετανία όσο και στη Γερμανία, κάθε μεταπτυχιακή εργασία και κάθε διδακτορική διατριβή περνάνε από λεπτομερή εξέταση. Για παράδειγμα, σε Πανεπιστήμιο στη Δυτική Γερμανία υπάρχει μια μικρή βιβλιοθήκη, όπου κατατίθενται οι διδακτορικές διατριβές πριν την παρουσίαση και βαθμολόγησή τους από τις επιστημονικές επιτροπές. Εκεί έχει πρόσβαση ο καθένας που επιθυμεί να τις διαβάσει και να ελέγξει αν υπάρχει κάποιο σημείο όπου ο υποψήφιος διδάκτωρ έχει χρησιμοποιήσει κάποιο κείμενο από έργο άλλου επιστήμονα χωρίς να βάλει την αντίστοιχη παραπομπή. Η ποινή για αυτόν που δεν έχει βάλει τις απαραίτητες παραπομπές είναι να απορριφθεί εξ’ ολοκλήρου η διατριβή του και να αποπεμφθεί από το ίδρυμα. Κάπως έτσι μια δουλειά χρόνων μπορεί μέσα σε μία στιγμή να καταλήξει στα σκουπίδια.
Ποιος όμως είναι αυτός που προβαίνει σε μια τέτοια κίνηση; Και για ποιο λόγο το κάνει;
Μπορεί να είναι ένας προπτυχιακός φοιτητής ή ένας δημοσιογράφος. Μπορεί να είναι ένας πολιτικός ή ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας. Όποια ιδιότητα και να έχει, το αδίκημα έχει την ίδια μορφή. Η κίνησή του αυτή δείχνει κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του, όπως η πιθανή έντονη ανασφάλεια ή η υπερβολική αυτοπεποίθηση. Στην περίπτωση του ανασφαλούς ατόμου, μιλάμε για έναν άνθρωπο που ενώ μπορεί να γράψει και να δημιουργήσει κάτι δικό του, προβαίνει στη λογοκλοπή λόγω του φόβου της αποτυχίας. Αυτός ο φόβος μπορεί να προκύπτει από βιώματα, από πιεστικά deadlines, ίσως και από κακή διαχείριση του φόρτου εργασίας του.
Στην περίπτωση της αυτοπεποίθησης -και ειδικά της υπερβολικής- η σκέψη που επικρατεί είναι «σιγά μη με πιάσουν». Και σε αυτό φυσικά συμβάλει και το γεγονός ότι είναι πλέον τόσα πολλά τα κείμενα στο διαδίκτυο που καθιστούν την έρευνα, σχεδόν, αδύνατη. Ίσως μεγάλη αυτοπεποίθηση να είχε και ο Γερμανός πρώην Υπουργός Άμυνας Karl-Theodor zu Guttenberg, όταν το 2011 παραδέχτηκε δημόσια ότι μέρος της διδακτορικής του διατριβής ήταν προϊόν λογοκλοπής. Ο ίδιος δήλωσε ότι το έκανε το 2006, καθώς ο χρόνος του ήταν περιορισμένος λόγω της ανατροφής των παιδιών του και του χτισίματος της πολιτικής του καριέρας. Μήπως τελικά η υπερβολική αυτοπεποίθηση ακολουθεί αυτά τα άτομα ακόμα και στις πιο υψηλόβαθμες θέσεις και όταν αυτή η αυτοεκτίμηση καταποντίζεται, ο κρότος της πτώσης είναι πιο δυνατός;
Υπάρχει όμως και το προφίλ του κλέφτη που τον χαρακτηρίζει η υπεροψία και μότο του είναι η φράση «δε με νοιάζει». Η υψηλή του αυτοεκτίμηση -η οποία συχνά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα- του δείχνει τον εύκολο δρόμο της επιτυχίας όπου ουσιαστικά καπηλεύεται τη δουλειά άλλων, για να χτίσει τη δική του καριέρα. Είναι αυτός ο άνθρωπος, που προκειμένου να μη στιγματιστεί ο ίδιος για λογοκλοπή, θα χρησιμοποιήσει δικαιολογίες όπως «στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση». Είναι όμως σαν να παίρνει κομμάτι της «Γκουέρνικα», να βάζει από πάνω δύο ακανόνιστες και άτσαλες πινελιές -και καμιά φορά ούτε καν αυτές- και να λέει στον Πικάσο ότι είναι δικό του έργο. Αυτές οι δικαιολογίες δυστυχώς θολώνουν τα νερά και ίσως για αυτό δεν υπάρχει μέχρι σήμερα κάποιο ξεκάθαρο νομοθετικό πλαίσιο που να προστατεύει τους δημιουργούς από τη λογοκλοπή. Η υπεροψία όμως αυτού που υποκύπτει σε λογοκλοπή δείχνει έλλειψη σεβασμού στο έργο που έχει παραχθεί με μόχθο, χρόνο και στερήσεις από κάποιον άλλον και είναι ίσως η χειρότερη μορφή λογοκλοπής.
Όπως και να έχει, η λογοκλοπή είναι αντιδεοντολογικό παράπτωμα και δεν αποτελεί έργο αλλά επιλήψιμη πράξη. Η σκέψη που θα πρέπει να κάνει κάποιος πριν προβεί σε μια τέτοιου είδους κίνηση είναι να αναλογιστεί τι επιλογή έχει: να χτίσει κάτι με δικά του θεμέλια ή με δανεικά; Τα δικά του θεμέλια θα μείνουν εκεί να στηρίξουν το έργο του σε βάθος χρόνου. Τα δανεικά κάποια στιγμή θα φύγουν και όλο το οικοδόμημα θα πέσει. Οπότε ποιος ο λόγος να πάρεις κάτι που δε σου ανήκει;
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη