Μεγαλώνοντας, ακούμε συνεχώς τη λέξη «διάβασε» ή ότι «η μελέτη θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο». Η γνώση είναι κάτι που σε κάνει να σχηματίζεις ορθή άποψη για πολλά θέματα και διαμορφώνει ουσιαστικά τον χαρακτήρα σου. Το διάβασμα, ναι, σε κάνει καλύτερο άνθρωπο γιατί μαθαίνεις για πράγματα που ίσως να μη δεις ή να μη ζήσεις ποτέ από κοντά, ενώ παράλληλα σου δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνεις την κριτική σου σκέψη και να καταλαβαίνεις τι είναι καλό για σένα και τον συνάνθρωπό σου. Έρευνες έχουν δείξει ότι η ανάγνωση βιβλίων βοηθάει τον εγκέφαλο να αναπτύσσεται, καθώς εκείνη την ώρα αιματώνεται καλύτερα. Σε έρευνες για τη νόσο Alzheimer έχει διαπιστωθεί ότι με την ανάγνωση βιβλίων λογοτεχνίας, το μυαλό ξεκουράζεται ενώ ασκείται συγχρόνως. Επιπλέον, επιστήμονες τόνισαν ότι το διάβασμα ενισχύει τη μνήμη και ανεβάζει το επίπεδο του τρόπου σκέψης. Και κάπως έτσι καταλήγουν οι περισσότεροι ότι το διάβασμα σε κάνει πιο ανοιχτόμυαλο. Είναι όμως σίγουρο αυτό;
Υπάρχουν κάποιες φωνές που λένε ότι ίσως το διάβασμα να κλείνει το μυαλό και να ανυψώνει την απολυτότητα. Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Μάλλον εύκολα θα λέγαμε. Γιατί πολύ απλά κάποιοι άνθρωποι κατακτούν ένα μέρος της γνώσης και θεωρούν ότι η μάθησή τους έχει τελειώσει. Κρατούν την άποψη ότι αυτό που έχουν μάθει είναι το τέλειο και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Οτιδήποτε νέο ή πρωτοποριακό που πιθανόν να αλλάξει την άποψη αυτή, το απορρίπτουν και μάλιστα με αδιαλλαξία. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Ένας λόγος που μας έρχεται πρώτος στο μυαλό έχει να κάνει με το πλήθος των κειμένων που έχει μελετήσει ένας άνθρωπος. Έστω ότι έχει σπουδάσει ένα αντικείμενο και έχει μελετήσει πολλά κείμενα επιστημονικά που καταλήγουν όλα στο ίδιο αποτέλεσμα ή συμπέρασμα. Η λογική λέει ότι ναι, αυτή είναι η γνώση που πρέπει να κατανοηθεί και να κατακτηθεί και έτσι το βλέπει και ο ίδιος. Τι γίνεται όμως όταν προκύπτουν νέα δεδομένα μέσα από έρευνες που αλλάζουν αυτήν τη γνώση ή και την απορρίπτουν; Ένας τέτοιος άνθρωπος, δύσκολα θα το δεχτεί και μάλιστα θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να αποδείξει ότι η δική του παλιά γνώση και άποψη είναι αυτή η μία που δεν αλλάζει και δεν πρόκειται με τίποτα να αλλάξει. Και σαν επιχείρημα χρησιμοποιεί το πλήθος των κειμένων που έχει διαβάσει τόσα χρόνια. Και ενώ περιμένεις να βρεις ένα ανοιχτό μυαλό σε νέες ιδέες και απόψεις, αυτό έχει «κλειδώσει» και νιώθεις πως το κλειδί πετάχτηκε στον πρώτο κάδο δεξιά στα σκουπίδια της γειτονιάς. Και το μυαλό πλέον μοιάζει να μην ανοίγει ούτε με κλειδαρά.
Στις μέρες μας, το συναντάμε συχνά σε επιστήμονες παλαιών σχολών που δε δέχονται την εξέλιξη της έρευνας και της τεχνολογίας. Κάποιο σύστημα που δε γνωρίζουν και φοβούνται ότι μπορεί να τους αλλάξει την κοσμοθεωρία, το θεωρούν άνευ ουσίας και σημασίας. Αν συζητήσεις μαζί τους, θα παρατηρήσεις ότι η δικαιολογία για την αδιαλλαξία τους σχετίζεται με τον όγκο των, πολύ συγκεκριμένων, κειμένων που έχουν μελετήσει. Και τα επιχειρήματά τους προδίδουν ανθρώπους δογματικούς και μεροληπτικούς. Και γεννιέται μετά η απορία πώς καταφέρνουν με τόσο διάβασμα κάποια μυαλά να κλείνουν την πόρτα σε οτιδήποτε νέο και διαφορετικό από αυτό που πιστεύουν, αφού τα βιβλία θα έπρεπε να είναι η πύλη προς κάτι καλύτερο.
Είναι δύσκολο να δοθεί μία απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Το σίγουρο είναι ότι η γνώση είναι μια μεγάλη πίτα με πολλά κομμάτια και για αυτό πρέπει να μοιράζεται. Και όπως συμβαίνει με τις επιστήμες έτσι και με τη ζωή υπάρχει εξέλιξη, γιατί πολύ απλά τίποτα δε μένει στάσιμο. Η μάθηση μέσα από το διάβασμα δε σταματάει στο πανεπιστήμιο αλλά συνεχίζεται σε όλη τη ζωή. Και ίσως τελικά να αποτελεί υπόθεση του καθενός μας το να κρατήσουμε το μυαλό ανοιχτό στη νέα γνώση που αναιρεί την παλιά, για να μπορέσουμε να νιώσουμε και πάνω μας την μαγική επίδραση των λέξεων.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη