Όταν ακούς το όνομα Mehran Karimi Nasseri, δε θυμίζει κάτι. Αν όμως αναφέρεις το όνομα «Sir Alfred Mehran» σε κάποιο υπάλληλο του αεροδρομίου Charles de Gaulle του Παρισιού (CdG), τότε έχεις να σου διηγηθούν πολλές ιστορίες εκεί, με τις περισσότερες να είναι ντυμένες με χαμόγελα. Ο Mehran Karimi Nasseri ήταν ένας Ιρανός πρόσφυγας που έζησε για σχεδόν δύο δεκαετίες στο αεροδρόμιο CdG σε μια γωνιά του Terminal 1. Η ζωή του έγινε ευρέως γνωστή στο παγκόσμιο κοινό, όταν ο Steven Spielberg την έκανε ταινία με τίτλο «The Terminal», όπου πρωταγωνιστούσε ο Tom Hanks κι η Catherine Zeta Jones. Για να μιλήσουμε όμως για την ταινία, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη ζωή του Mehran από τότε που έφυγε από την Περσία.
Ο Nasseri γεννήθηκε στην Περσία –νυν Ιράν- το 1946 από πατέρα γιατρό, που εργαζόταν σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία. Για τη μητέρα του δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, καθώς ο ίδιος ο Nasseri είχε πει ότι ήταν νοσοκόμα συνάδελφος του πατέρα του σκωτσέζικης καταγωγής, ενώ σε κάποια άλλη συνέντευξη είχε πει ότι ήταν Σουηδέζα. Το 1973 έφυγε για σπουδές στην Αγγλία και τρία χρόνια μετά γύρισε στο Ιράν. Εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν ιδανικά λόγω των πολιτικών αντιπαραθέσεων με τον Σάχη. Ο ίδιος δήλωσε ότι απελάθηκε από τη χώρα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων αλλά μεταγενέστερη έρευνα απέρριψε αυτή του τη δικαιολογία. Έτσι, το 1977 ξεκίνησε η μεγαλύτερη περιπλάνηση της ζωής του.
Έφυγε από τη χώρα του για τη Μεγάλη Βρετανία κι αφού ζήτησε άσυλο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τελικά του απενεμήθη καθεστώς πρόσφυγα από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. στο Βέλγιο, κάτι που του επέτρεπε να παραμείνει εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ ένα ταξίδι του από τη Γαλλία στην Αγγλία, ο ίδιος επικαλέστηκε ότι του έκλεψαν τον χαρτοφύλακα με όλα του τα χαρτιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Βρετανοί να τον βάλουν πίσω στο αεροπλάνο για Παρίσι. Εκεί μην μπορώντας ν’ αποδείξει την ταυτότητά του παρέμεινε στη ζώνη αναμονής του CdG. Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Αυγούστου 1988.
Από εκείνη τη μέρα η Πύλη 1 του αεροδρομίου έγινε το σπίτι του. Κοιμόταν στα καθίσματα, μιλούσε με τους επιβάτες και τους επισκέπτες, διάβαζε εφημερίδες και βιβλία κι έγραφε. Έγραφε πάρα πολύ. Κρατούσε ημερολόγιο κάθε μέρα με τις ιστορίες των ανθρώπων που συνομιλούσε και κατέγραφε τα απομνημονεύματά του. Το 1992 με τη βοήθεια μιας Γαλλίδας δικηγόρου, απεδείχθη στα γαλλικά δικαστήρια ότι η είσοδός του στη χώρα ήταν νόμιμη, αλλά δεν του επέτρεπαν να βγει από το αεροδρόμιο στη χώρα. Κάποιοι θα το χαρακτήριζαν ως ένα θέατρο του παραλόγου αλλά ο Nasseri είχε ήδη καταφέρει να φτιάξει μια ζωή εκεί μέσα. Ο ίδιος είχε πει ότι ήθελε να πάει στη Μεγάλη Βρετανία, για να βρει τη μητέρα του και γι’ αυτό τον λόγο ζητούσε να τον φωνάζουν «Sir Alfred». Η επιμονή του έφτανε σε τέτοιο σημείο αφού δε δέχτηκε ούτε την προσφορά ασύλου τόσο από τη Γαλλία όσο κι από το Βέλγιο. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο CdG, ο γιατρός του αεροδρομίου είχε αναφέρει ότι ο Nasseri έπασχε από κάποια ψυχική ασθένεια, χαρακτηρίζοντάς τον ως «απολίθωμα» του αεροδρομίου. Αποτέλεσμα της ιδρυματοποίησής του ή προϋπάρχουσα ψυχασθένεια, κανένας δεν μπορεί να πει. Το 1999 πήρε άσυλο τελικά στη Γαλλία αλλά δεν άφησε το αεροδρόμιο.
Η δημοσιοποίηση της ιστορίας του Nasseri έγινε μέσω του διάσημου σκηνοθέτη Steven Spielberg. Το 2003 ο Spielberg, θέλοντας να κατοχυρώσει τα δικαιώματα της ιστορίας του Ιρανού πρόσφυγα, κατέθεσε σ’ έναν λογαριασμό στο όνομά του το ποσό των 250000 δολαρίων. Το 2004 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «The Terminal», στην οποία ο Spielberg δε χρησιμοποίησε πολλά στοιχεία από την προσωπική ιστορία του Nasseri. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Nasseri να γίνει σήμα κατατεθέν του αεροδρομίου και μέσα σε λίγες στιγμές να γίνει διάσημος σ’ όλον τον κόσμο. Κόσμος συνέρρεε καθημερινά στο αεροδρόμιο, για να τον δει από κοντά κι ο ίδιος κάθε μέρα έδινε συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους απ’ όλο τον κόσμο.
Η γωνία που διέμενε στην Πύλη 1 ήταν περιστοιχισμένη με κούτες με τα πράγματά του και με τις εφημερίδες που διάβαζε καθημερινά. Οι υπάλληλοι του αεροδρομίου τον αγαπούσαν και τον βοηθούσαν, φέρνοντάς του πράγματα. Δε θέλησε να φύγει ποτέ από εκεί αλλά το 2006 για λόγους υγείας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Μετά από 18 χρόνια ζωής εκεί, ο ίδιος πλέον δεν είχε το κουράγιο ν’ αρνηθεί. Σε επικοινωνία με την οικογένειά του, συγγενείς του είχαν πει ότι έτσι ήθελε να ζει για μια ζωή και δεν τον αναζήτησαν ποτέ. Έχοντας ήδη ένα μεγάλο ποσό στο όνομά του, διέμενε σε ξενοδοχείο δίπλα στο αεροδρόμιο, χαζεύοντας κάθε πρωί τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν κι απογειώνονταν. Το 2008 με πρωτοβουλία του Ερυθρού Σταυρού μεταφέρθηκε σε καταφύγιο για τους πρόσφυγες και διέμενε εκεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022.
Τότε ήταν που αποφάσισε ν’ αφήσει το καταφύγιο και να γυρίσει εκεί που θεωρούσε σπίτι του. Παρέμεινε για δύο μήνες σχεδόν στην Πύλη 2F κι εκεί, σε μια γωνιά που είχε στήσει το «νέο» του σπίτι, πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 12 Νοεμβρίου 2022. Η είδηση του θανάτου του έκανε τον γύρο του κόσμου. Και τότε, συνέβη κάτι μαγικό. Ο καθένας που τον είχε συναντήσει, είχε και μια γλυκιά ανάμνηση μαζί του για να μοιραστεί. Για τον μελαχρινό κύριο που μπορεί να είχε όντως έναν τίτλο ευγενείας κι ας μην τον πίστευαν. Για τον επιβάτη που βρέθηκε σε ξένο μέρος και βρήκε μεγάλη αγκαλιά από κόσμο που δεν τον γνώριζε. Για τον πρόσφυγα που αναζητούσε πατρίδα κι οικογένεια. Για τον άνθρωπο που είχε κάθε μέρα ένα χαμόγελο και μια ιστορία να πει. Σαν τη δική του ιστορία που κατέγραφε κάθε μέρα στην Πύλη 1 του Αεροδρομίου Charles de Gaulle στην πόλη του Φωτός.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου