Σχεδόν σε κάθε Playroom δεσπόζει στο κέντρο το τραπέζι του Μπιλιάρδου, ενός παιχνιδιού, το οποίο πλέον αναγνωρίζεται ως άθλημα. Και στα δύο είδη μπιλιάρδου που υπάρχουν σήμερα -γαλλικό και αμερικάνικο- ο συντονισμός των κινήσεων, ο ορθός χειρισμός της στέκας και ο υπολογισμός της κατεύθυνσης στην οποία θα κινηθεί η μπάλα είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά ενός καλού παίκτη. Είναι παιχνίδι με δύο παίκτες και ο βασικός κανόνας του αναφέρει ότι πρέπει ο καθένας να χτυπήσει με τη λευκή μπάλα τις δικές του και τις τοποθετήσει στις τρύπες που υπάρχουν στο τραπέζι, μαζεύοντας πόντους, και στο τέλος να ρίξει και τη μαύρη μπάλα. Και όλα αυτά χωρίς να φύγει η μπάλα από το τραπέζι και, βέβαια, χωρίς να σκιστεί η τσόχα.
Μέχρι όμως να φτάσουν οι σημερινοί παίκτες να παίζουν μπιλιάρδο στη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, το παιχνίδι αυτό πέρασε από σαράντα κύματα ανά τους αιώνες, για να διεκδικεί πλέον μια θέση στο πάνθεον των ολυμπιακών αθλημάτων.
Σε πολλές ελληνικές ιστοσελίδες αναφέρεται ότι το Μπιλιάρδο -ή καλύτερα ο πρόγονός του- έχει ρίζες στην Αρχαία Αθήνα. Συγκεκριμένα, η Ελληνική Ομοσπονδία Μπιλιάρδου αναφέρει ότι οι ιερείς της θεάς Αθηνάς είχαν ένα χώρο στον Παρθενώνα, που ονομαζόταν «σφαιρίστρα των αρρηφόρων» και στον ελεύθερό τους χρόνο εξασκούνταν στη σφαίριση. Σφαιριστής για τους Αρχαίους Έλληνες ήταν ο θαυματοποιός που εκτελούσε δεξιοτεχνικές ασκήσεις με σφαιρικά αντικείμενα.
Με το πέρασμα του χρόνου, στο Βυζάντιο, το μπιλιάρδο παιζόταν από μοναχούς σε μοναστήρια και η πιο γνωστή μορφή του ονομαζόταν «Τσιγγάνιο», παιχνίδι που θυμίζει το πόλο, το αγαπημένο άθλημα με άλογα της Βρετανικής βασιλικής οικογένειας. Στη συνέχεια, με τις Σταυροφορίες και με τη Φραγκοκρατία το παιχνίδι μεταφέρθηκε στις Γαλλικές αυλές και παιζόταν σε εξωτερικούς χώρους με γρασίδι. Η μορφή του θύμιζε το χόκεϊ και το παλιό ολυμπιακό άθλημα κροκέτ (όχι το κρίκετ, το εθνικό άθλημα στην Ινδία).
Λόγω των καιρικών συνθηκών και των επιδημιών, το μπιλιάρδο άρχισε να παίρνει την τελική του μορφή πάνω σε τραπέζι με πράσινη τσόχα (για να θυμίζει το γρασίδι) και σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια. Από το 1500 και μετά, το τραπέζι του μπιλιάρδου βρίσκεται πλέον σε όλα τα σπίτια της Γαλλικής και Βρετανικής αριστοκρατίας, αλλά παραμένει και αγαπημένο παιχνίδι του λαού, ο οποίος το απολαμβάνει σε μικρά μαγαζιά, όταν δεν μπορεί να παίξει έξω στο γρασίδι. Σε άρθρο του αθλητικογράφου Στάθη Δημολά στην Καθημερινή αναφέρεται ότι μόλις το 1770 τυπώθηκαν οι πρώτοι υποτυπώδεις κανονισμοί για το μπιλιάρδο και το 1833 επιστρέφει ξανά στην Ελλάδα με τη μορφή αυτή (του πράσινου τραπεζιού) με την έλευση του Όθωνα.
Η επανάσταση για το μπιλιάρδο έγινε στα τέλη του 18ου αιώνα από έναν Γάλλο πολιτικό κρατούμενο, τον Φρανσουά Μινγκό. Ο Μινγκό, αντί να χρησιμοποιήσει τις ξύλινες στέκες που χρησιμοποιούνταν τότε, χρησιμοποίησε την πατερίτσα του, κάνοντας κάποια χτυπήματα – που μέχρι τότε δεν είχαν ξαναγίνει- έχοντας αντιληφθεί ότι υπήρχε διαφορά στη συμπεριφορά των σφαιρών μεταξύ της ξύλινης στέκας και του επικαλυμμένου με δέρμα ποδιού της πατερίτσας του. Βγαίνοντας από τη φυλακή, έγραψε ένα βιβλίο για διάφορα χτυπήματα (καραμπόλες) με το δικό του σύστημα, το οποίο και έγινε ανάρπαστο.
Στη συνέχεια, η ιστορία του είναι λίγο πολύ γνωστή. Το μπιλιάρδο, ενώ εξελίχθηκε στα σαλόνια των πλουσίων, γίνεται αγαπημένη ενασχόληση των ανθρώπων του περιθωρίου και συνδέεται με σκοτεινά δωμάτια, γεμάτα καπνό και αλκοόλ. Σε αυτό φυσικά βοήθησε και το Χόλιγουντ και ο υπέροχος Paul Newman στη ταινία «The Hustler» του 1961. Φτάνοντας στο σήμερα, το μπιλιάρδο έχει αναγνωριστεί επίσημα ως άθλημα, έχοντας παράλληλα συνδεθεί και με την επιστήμη των μαθηματικών.
Στο μυαλό του κόσμου, το μπιλιάρδο είναι μια συνήθεια, ένα χόμπι, ένας εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης, μια ασχολία που βάζει το μυαλό σε διαρκή σκέψη (κυρίως μαθηματική), ενώ παράλληλα έχεις χρόνο για πολύωρη συζήτηση με τους φίλους-συμπαίκτες σου, χωρίς πίεση. Δεν είναι ιδιαίτερα θορυβώδες παιχνίδι, προϋποθέτει όμως να έχουν οι παίκτες άνεση χώρου. Για το λόγο αυτό βρίσκεται στο κέντρο του Playroom, δίνοντας μια θέση κυρίαρχη σε σχέση με άλλα παιχνίδια. Και φυσικά το τραπέζι του έχει αποτελέσει σκηνικό για φωτογραφίσεις και – γιατί όχι- kinky φαντασιώσεις. Έτσι κι αλλιώς είναι παιχνίδι για δυο.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.