«Πέντε λεπτά ακόμα», σκέφτεσαι κι η καρδιά σου χτυπάει τόσο γρήγορα που τη νιώθεις να έχει διπλασιάσει το μέγεθος της μέσα σου. Είναι φοβερό, πώς ο χρόνος αρνείται να σπαταληθεί, όταν χρειάζεσαι να το κάνει. «Τέσσερα λεπτά ακόμα», πρώτη φορά αντιλαμβάνεσαι πόσο πολύ είναι το λίγο. Πόσο δύσκολα μπορεί να κυλίσει μια μέρα, πόσο στάσιμος είναι ο χρόνος όταν μυαλό και ψυχή τρέχουν σε μια κούρσα δική τους χωρίς όρια. Η καρδιά δουλεύει πλέον στο δικό της ρυθμό κι εσύ τη σιγοντάρεις, κάνοντας νευρικά βήματα μπρος-πίσω, δεξιά κι αριστερά. Ψάχνεις γύρω σου, ανυπόμονος, συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι θησαυρού και σ’ αρέσει.
Αγωνιάς, τα μάτια να βρουν αυτό που ψάχνουν, να γεμίσουν χρώματα, η ταραχή σου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη ενώ για άλλη μια φορά κοιτάς το ρολόι. «Δυο λεπτά ακόμα», άραγε θα προλάβεις να πεις όλα όσα θες, όλα όσα σκέφτηκες τις ώρες που πέρασες μακριά ή μήπως θα τα ξεχάσεις;
Κι έκανες τόσες πρόβες στο μυαλό σου ξανά και ξανά για να μην υπάρξει κάτι που δε θα πεις, που δε θα δείξεις απ’ το μέσα σου. Αν κι οι μέρες του αποχωρισμού δεν ήταν πολλές, όμως έφταναν για να τα αλλάξουν όλα. Άραγε, άλλαξε καθόλου; Θα νιώθει το ίδιο για ‘σένα, θα σε κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα που σε κοίταζε τη τελευταία φορά;
Τα βήματά σου γίνονται πιο έντονα και νευρικά, κοιτάς το ρολόι ξανά. «Ακριβώς!». Σηκώνεις το βλέμμα και ψάχνεις, ίσως αυτή τη φορά η τύχη να παίξει το δικό σου παιχνίδι. Την καρδιά σου δεν τη νιώθεις πια, για το στομάχι σου ούτε λόγος κι ένα συναίσθημα κυκλοφορεί ανενόχλητο μέσα σου, χωρίς να μπορείς να πεις με βεβαιότητα το πρόσημό του.
Τα βήματα σου ανοίγουν, τα χέρια τοποθετούνται σε θέση μάχης κι η αγκαλιά σου γεμίζει. Ο θησαυρός που ώρα τώρα με το βλέμμα σου αναζητούσες, βρέθηκε και τον κρατάς επιτέλους στην αγκαλιά σου. Εκεί είναι η θέση του, εκεί ανήκει, δε θες να το χάσεις! Μετά από μέρες, αυτή είναι η πρώτη φορά που θες ο χρόνος να σταματήσει. Να πάψει να κυλά για λίγο. Δεν αποζητάς θαύματα, το μόνο που θες είναι η ευτυχία που νιώθεις να κρατήσει λίγο περισσότερο.
Αυτές οι πρώτες ώρες της επανασύνδεσης αξίζουν για ‘σένα όλο τον πόνο και την αγωνία του αποχωρισμού. Είναι μοναδική η στιγμή που ενώνεσαι και πάλι μ’ αυτό που ποθείς, που αντικρίζεις και πάλι το βλέμμα, τα μάτια, που χαϊδεύεις τα μαλλιά και πλέκεις τα χέρια σου μέσα τους, που ακούς ξανά στον ήχο της φωνής εκείνο το ηχόχρωμα που σε κάνει ν’ ανατριχιάζεις. Όχι, δεν αλλάζεις αυτή την αγκαλιά που κάνει παράπονα και σε σφίγγει δυνατά, γιατί έτσι μόνο νιώθει σίγουρη ότι μπορεί να εμποδίσει έναν επερχόμενο αποχωρισμό.
Για τις επόμενες ώρες αυτή η αγκαλιά, η τόσο γνώριμη θα γίνει το καταφύγιό σου, μέσα της θα ξεχαστείς και θα ξεχάσεις. Θα μιλήσεις ώρες ολόκληρες για όσα συνέβησαν στη ζωή σου και θα αναφέρεις κάθε λεπτομέρεια. Έπειτα με τη σειρά σου θα ακούσεις όσα έχει να σου πει, θα μεταφερθείς σε άλλες παρέες, σε άλλη περιοχή. Θα κάνεις ένα μικρό ταξίδι γνωρίζοντας ανθρώπους και συμπεριφορές σαν να είναι οι δικοί σου άνθρωποι. Μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά αργότερα θα γίνεις συνιδρυτής ενός καινούριου κόσμου κι έπειτα θα αποκοιμηθείς νιώθοντας μια φωτιά μέσα σου να σε καίει.
«Και πέντε», απομακρύνεσαι λίγο κι απλώνεις το χέρι, ένα άλλο ακουμπάει και δένεται με το δικό σου. Χαμογελάς και πετάς το ρολόι, δεν το χρειάζεσαι πια, όσα περίμενες ήρθαν και μέχρι να φύγουν ξανά από κοντά σου, δε θες να σπαταλήσεις ούτε δεύτερο κοιτάζοντας την ώρα.
ΥΓ. Τυχεροί αυτοί που δε διστάζουν να νικήσουν αποστάσεις και χρόνο, έχοντας ως μοναδικό τους όπλο το πάθος που νιώθουν για τον άνθρωπό τους.
Επιμέλεια Κειμένου Ματίνας Στυλίδου: Πωλίνα Πανέρη