Μαμά μια λέξη, τόσες ιδιότητες. Ο άνθρωπος που σ’ έφερε στη ζωή κι από τότε στο κοπανάει, υποχρεώνοντάς σε να της έχεις αιώνια ευγνωμοσύνη κι υποταγή. Έκανε το υπέρτατο για σένα, οπότε τώρα με τη σειρά σου καλείσαι να αποδεικνύεις την εκτίμηση και την αγάπη σου, συγχωρώντας κάθε σφάλμα ή πταίσμα της.

Το αποδέχεσαι, αν και πέρασες ή περνάς μια δύσκολη εφηβεία με γκρίνιες και καβγάδες, η εμπειρία σου αυτή σε δίδαξε πως δεν έχει κανένα νόημα να πηγαίνεις κόντρα ή να έρχεσαι σε ρήξη με την αγαπημένη σου μητέρα, καθώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο τέλος, θα αναγκαστείς να ζητήσεις και συγγνώμη για την αχάριστη και γεμάτη άδικες κατηγορίες συμπεριφορά σου.

Έχεις σηκώσει τα χέρια ψηλά κι έχεις αποδεχτεί ή καλύτερα έχεις παραδοθεί στα καθημερινά και συχνά τηλεφωνήματα, στις απρόσκλητες επισκέψεις, στους ατέλειωτους καβγάδες, στους παρανοϊκούς για σένα φόβους που εκφράζονται με ταχύτητα φωτός από εκείνη. Τα όρια, όμως, ξεπερνιούνται, όταν η μανούλα, σαν άλλος αστυνόμος Μπέκας και με καλά καμουφλαρισμένη όψη, σύμφωνα με το καταφατικό νεύμα του πατέρα σου, γίνεται η σκιά σου.

Όλα ξεκίνησαν ένα κρύο απόγευμα, η πόρτα του δωματίου σου δεν είχε ασφαλίσει καλά με αποτέλεσμα οι λέξεις να ξεγλιστρούν και να φτάνουν στα αυτιά της. Επειδή νόημα ξεκάθαρο δεν έβγαινε, η υπόθεση έχριζε περαιτέρω διερεύνησης και φυσικά εκείνη όφειλε σαν σωστή επαγγελματίας, να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες πριν βγάλει το πόρισμά της.

Το δικό σου δεύτερο λάθος ήρθε λίγες ώρες αργότερα, όταν με θράσος ανέφερες πως θα βγεις και μάλιστα ότι θα αργήσεις. Χιλιάδες ερωτήματα κατέκλυσαν το μυαλό της μητέρας σου, αφού εσύ δε συνήθιζες να βγαίνεις τόσο αργά απ’ το σπίτι. Άρα κάτι κακό συνέβαινε, άρα εκείνη έπρεπε να το προλάβει.

Από εκεί κι έπειτα και για ό,τι θα ακολουθούσε εκείνη όφειλε να γίνει σκιά σου. Δε σε έχασε στιγμή απ’ τα μάτια της, σημείωσε στο τεφτέρι της όλα τα απαραίτητα στοιχεία, μικρές κι ασήμαντες πληροφορίες που όμως εκείνην θα τη βοηθούσα να λύσει την υπόθεση. Έπειτα γύρισε λίγο νωρίτερα από εσένα στο σπίτι κι έκανε με μεγάλη επιτυχία πως έβλεπε τηλεόραση ενώ εσύ αμέριμνος άνοιγες την πόρτα.

Μέχρι την επόμενη μέρα της ανάκρισης όλα κυλούσαν ήρεμα. Οι πολλές της ερωτήσεις σε συνδυασμό με αλλά πράγματα που ήταν αδύνατον να τα γνωρίζει κάποιος, σε έβαλαν σε σκέψεις. Ίσως να ήταν η υπερβολική της σιγουριά πως κάπου έχεις μπλέξει ή το συνεχές κατηγορώ της  για τις παρέες σου που σ’ έκαναν να βγεις απ’ τα ρούχα σου και να αρχίζεις να φωνάζεις.

Διεκδικούσες την ελευθερία σου, μιλούσες για δικαιώματα, για προσωπικό χώρο. Απειλούσες ότι θα έφευγες από το σπίτι, ούρλιαζες για να βρεις το δίκιο σου, για να δείξεις πόσο σε έχει ενοχλήσει η συμπεριφορά της. Στη δική της πλευρά, όμως, επικρατούσε απόλυτη ησυχία.

Η μητέρα σου στεκόταν εκεί απέναντί σου, χωρίς ίχνος ταραχής ή θυμού, σε έβλεπε κι ίσως μέσα της να σε καμάρωνε. Παίζοντας το παιχνίδι του καλού και του κακού αστυνομικού καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάκρισης, κατάφερε να μάθει όλα όσα ήθελε. Οι απειλές σου δεν την επηρέαζαν, οι φωνές κι οι εκρήξεις σου ήταν απλά για εκείνη αναμενόμενες.

ΥΓ. Η μητέρα-αστυνομικός θέτει ως προϋπόθεσή της την ασφάλεια του παιδιού της, είναι υπερπροστατευτική, καταφέρνει πάντα αυτό που θέλει και δεν το βάζει ποτέ κάτω. Γνωρίζει τα πάντα για σένα πριν από σένα κι είσαι καλώς ή κακώς γι’ αυτήν ένα εν δυνάμει ανεξιχνίαστο έγκλημα που δε θα αφήσει ποτέ να γίνει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ματίνας Στυλίδου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ματίνα Στυλίδου