Καθημερινά κατακλυζόμαστε από μια σειρά συναισθημάτων, άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά. Φυσικά, είτε για το πρόσημο του συναισθήματος είτε για τη διάρκειά του, δεν ευθυνόμαστε μόνο εμείς, αλλά κι οι συνθήκες, οι άνθρωποι, τα γεγονότα.
Υπάρχει όμως, ένα συναίσθημα πιο ύπουλο απ’ τα άλλα. Αυτό πολλές φορές φωλιάζει μέσα μας και λίγο λίγο μας ξεζουμίζει. Η πονηριά του φαίνεται στο γεγονός πως δύσκολα κάποιος το καταλαβαίνει κι ακόμα πιο δύσκολα, εμείς οι ίδιοι το παραδεχόμαστε. Η ζήλια για την οποία γίνεται λόγος, υπάρχει μέσα σε όλους τους ανθρώπους, απ’ τους πολύ μικρούς μέχρι τους πολύ μεγάλους, όλοι, κάπου, κάποτε την ένιωσαν. Δεν κάνει σε καμία περίπτωση διακρίσεις και δεν υπολογίζει φύλα ή φυλές, σε όλες τις χώρες και τους πολιτισμούς τη συναντάς και τη βιώνεις.
Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι ζηλεύουμε. Ο λόγος είναι η αρνητική χροιά που της έχουμε δώσει. Είναι κακό να ζηλεύεις, είναι κακό να θες ό,τι έχουν οι άλλοι κι είναι χειρότερο να το παραδεχθείς. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ιδανικός άνθρωπος αρκείται στα λίγα, απλώνει το χέρι του μέχρι εκεί που φτάνει και πρέπει να είναι ευτυχισμένος μόνο για όσα ο ίδιος έχει καταφέρει.
Δεν ξέρω βέβαια, αν όλα αυτά ανταποκρίνονται ή πρόκειται ποτέ να ανταποκριθούν στην πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τη μητέρα Τερέζα, που είναι το πρώτο παράδειγμα ανιδιοτελούς ανθρώπου που μου έρχεται στο μυαλό, οι υπόλοιποι μάλλον αναιρούμε παρά επιβεβαιώνουμε, τα σωστά και τα ηθικά.
Απ’ την άλλη μεριά, δε γνωρίζω, γιατί είναι τόσο κακό να ζηλεύεις. Η ζήλια σου δίνει κίνητρο να αποκτήσεις όσα επιθυμείς, να προσπαθήσεις λίγο περισσότερο, να αλλάξεις τα πράγματα για να καταφέρεις όσα ο διπλανός σου πέτυχε. Ζηλεύω κάποιον δε σημαίνει απαραίτητα πως θέλω και το κακό του. Μπορεί να σημαίνει όμως, πως αναγνωρίζω την επιτυχία του, πως τη σέβομαι και πως κάτι αντίστοιχο εύχομαι, επιθυμώ, θέλω κι εγώ για τον εαυτό μου. Ζηλεύεις αυτό που θαυμάζεις κι αν αυτό αποτελέσει κίνητρο για τη δική σου ανέλιξη, καλά κάνεις και νιώθεις έτσι.
Φυσικά, υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην ερωτική ζήλια και την κοινωνική. Η δεύτερη λειτουργεί ενθαρρυντικά κι αν δεν είσαι απ’ τη φύση σου κακός άνθρωπος, για να επιθυμείς πέρα απ’ την απόκτηση ίδιων πραγμάτων και την καταστροφή του άλλου, τότε δεν κινδυνεύεις από αυτό σου το συναίσθημα. Αντίθετα, στην πρώτη περίπτωση τα πράγματα ακολουθούν μόνο ένα δρόμο.
Η ερωτική ζήλια δεν μπορεί να μετατραπεί σε κάτι θετικό, αφού από μόνη της είναι πολύ εγωιστική, κτητική και πολλές φορές ξεφεύγει απ’ τις καταστάσεις και τα δρώμενα. Στην περίπτωση αυτή, δεν προσπαθείς να καλυτερεύσεις κάτι στη ζωή σου, αλλά αντιθέτως σαμποτάρεις ό,τι καλό σου συμβαίνει. Το να ζηλεύεις το σύντροφό σου σε μικρό βαθμό, δείχνει την κτητικότητα του έρωτά σου κι αν υφίσταται αυτός ή όχι. Εννοείται, πως ο ερωτευμένος άνθρωπος πάντα θα ζηλεύει το ταίρι του κι αυτό γιατί αναγνωρίζει τη σπουδαιότητά του και δεν επιθυμεί να τη μοιραστεί με κανέναν άλλο.
Όταν, όμως, η ζήλια σου αυτή, ξεπερνά το γλυκό και χαριτωμένο σου ύφος, τα ναζιάρικα μηνύματα σου και γίνεται άγχος που σε πνίγει κάθε φορά που ο αγαπημένος σου δε βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από σένα, τότε το πράγμα έχει ξεφύγει κι επιστροφή δεν έχει. Τίποτα γλυκό, τίποτα στοργικό κι ερωτεύσιμο δεν υπάρχει κάπου όπου η ανασφάλεια του άλλου γίνεται θηλιά και περιορίζει τις κινήσεις, τον κύκλο, την ελευθερία σου και την προσωπικότητά σου.
Εξαιρώντας, λοιπόν, την τελευταία κατάσταση, η ζήλια δε θα πρέπει να θεωρείται ρετσινιά που σου κολλάει και δε φεύγει ποτέ, αλλά κάτι φυσιολογικό, αποδεκτό κι απόλυτα δικαιολογημένο για την ανθρώπινη φύση μας.
ΥΓ. Όλοι μας, λίγο ή πολύ ζηλεύουμε, μπορεί όχι συχνά, μπορεί όχι τους πάντες και τα πάντα, αλλά σίγουρα θα βρεθεί κάποια στιγμή που θα αναρωτηθούμε: «Γιατί να μην το έχω εγώ αυτό;» , «Γιατί δε συμβαίνει αυτό σε εμένα;». Αν λοιπόν, είσαι από εκείνους, που ζηλεύουν, τότε φρόντισε να γίνεις όσα θέλησες κι αν είσαι από αυτούς που τους ζηλεύουν, συνέχισε έτσι, καθώς σίγουρα κάνεις κάτι σωστά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη