Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Δε στο έγραψα ποτέ το γράμμα όντας μικρός, αφού αφενός δεν πίστεψα ποτέ σε σένα κι αφετέρου ποτέ δεν ήμουν καλό παιδί ή έτσι με είχε πείσει τουλάχιστον η μάνα μου. Το γράφω τώρα λοιπόν που μεγάλωσα κι οι κρόταφοί μου είναι σαν να έχω ξαπλώσει πάνω σε μια πιατέλα από κουραμπιέδες. Όχι ότι ξαφνικά πίστεψα σε σένα, τους ταράνδους και τα δώρα σου ούτε μετά από τρεις δεκαετίες και πλέον κατάφερα να γίνω επιτέλους καλό παιδί. Θα καταλάβεις παρακάτω. Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι στα έχουμε κάνει πλανήτες τόσα χρόνια με όλα όσα σου ζητάμε, αλλά τόσα έχεις διαβάσει δε θα σε κουράσει ένα παραπάνω.
Καταρχάς μη βαρυγκωμάς, γιατί δεν πρόκειται να αρχίσω τις ευχές που κάνουν οι κουραδογκόμενες μπροστά στις κάμερες. Ούτε ευτυχία σε όλο τον κόσμο θα ζητήσω, ούτε παγκόσμια ειρήνη, ούτε φαγητό για τα παιδάκια στην Αφρική. Αυτά δεν είναι δική σου αρμοδιότητα, αλλά δική μας. Και το κακό δεν είναι ότι ζητάμε ένα καλύτερο κόσμο, αλλά ότι περιμένουμε τα Χριστούγεννα για να ζητήσουμε να μας τον φέρεις εσύ.
Επίσης δε θα σου ζητήσω χρήματα. Βασικά θα σου ζητούσα, αλλά δε θα τα ήθελα μόνο για μένα. Αν ήταν να ευχηθώ λεφτά, θα ζητούσα άπειρα χαρτονομίσματα κάτω από κάθε δέντρο. Όχι για να γίνουν όλοι λεφτάδες, αλλά για να πέσει τόσο η αξία του απ’ την υπερπροσφορά, που να αξίζει λιγότερο κι από χαλίκια. Το κακό βλέπεις, Άγιε μου, είναι ότι όταν κάνουμε όνειρα, δεν οραματιζόμαστε να γίνουμε πλούσιοι. Οραματιζόμαστε να μείνουμε φτωχοί, αλλά με πολλά χρήματα. Οπότε αν ήταν να φέρεις λεφτά ας το έκανες έτσι. Θα γινόσουν το απόλυτο τρολ των ουρανών, κι ακόμα κι εμείς που δεν πιστεύουμε σε σένα, θα σε λατρεύαμε.
Αφού έφτασα στο σημείο λοιπόν να γράφω επιστολή σε έναν φανταστικό παππούλη δημότη Καισαρείας που για παιδιά έχει καλικάντζαρους και για κατοικίδια ταράνδους, ε ας ζητήσω τουλάχιστον κάτι που με υπερβαίνει.
Φέρε μου τον έρωτα. Όχι εκείνο τον έρωτα με τις παντόφλες και τη σαπίλα στους καναπέδες, όχι αυτόν με την παθολογική ζήλια, όχι αυτόν με τα κοφτά φιλιά και τα αδιάφορα χάδια, όχι αυτόν που μετριέται σε likes και δώρα, όχι εκείνο τον προφυλακιστέο έρωτα που μπαίνει στο κελί του 50 κιλά και βγαίνει 90 μετά από δυο-τρία άντε πέντε χρόνια.
Θέλω εκείνο τον έρωτα τον αναρχικό, τον ξεροκέφαλο, με τις παρωπίδες και την αδιαλλαξία, την εξάρτηση, είτε αυτός είναι για άνθρωπο είτε για την ίδια τη ζωή. Ναι, ξέρω τι θα σκεφτείς, τα σκατά όσο και να τα μελώσεις, λουκουμάδες δε γίνονται· κι οι ζωές που ζούμε μόνο ερωτεύσιμες δεν είναι. Αλλά απ’ την άλλη, Άγιε, η καμένη γη είναι κι η πιο εύφορη. Και το ίδιο ισχύει και με τις καρδιές των ανθρώπων. Όλες οι πολυτέλειες του κόσμου φτιάχτηκαν για να είναι φθηνά υποκατάστατα του έρωτα. Και δεν έχει σημασία ο μπεζαχτάς του καθενός· γιατί ακόμα κι οι μεγιστάνες την ευτυχία του πραγματικού έρωτα δεν μπορούν να την αγοράσουν.
Δώσε μου λοιπόν τον έρωτα, την κάψα και την όρεξη να πορευτώ χωρίς μιζέρια αγνοώντας τη σκατίλα και κοιτώντας μπροστά. Δώσε μου ένα χέρι να κρατήσω, δυο μάτια να κοιτάξω, δυο χείλη να φιλήσω, μια αγκαλιά να χωθώ. Μπορεί από μόνο του αυτό να μην αρκεί, αλλά αν έχω αυτό, δεν έχω τόση ανάγκη όλα τα υπόλοιπα.
Εκεί στο divine resources σου έλαχε να είσαι ο κουβαλητής. Έχεις ακούσει ποτέ κανέναν να ζητάει κάτι από τον Πέτρο ας πούμε; Ίσα-ίσα που ούτε να μας ξέρει θέλουμε, ούτε να τον ξέρουμε. Παρεμπιπτόντως πες του να πάρει κάνα ρεπό, γιατί φέτος σαν να το παράκανε. Κι αν έχει τόση κάψα για δουλειά, ας φροντίσει να διαλέγει λίγο καλύτερα ποιους παίρνει.
Του χρόνου τέτοιο καιρό θα σου ξαναγράψω. Είτε μου έχεις φέρει το δώρο μου είτε όχι. Αν δε μου το έχεις φέρει θα στο ξαναζητήσω. Αν μου το έχεις φέρει θα σου γράψω πόσο σε ευχαριστώ, και δε θα σου ξαναζητήσω τίποτε άλλο (άντε το πολύ-πολύ κάνα tablet άμα κλατάρει το δικό μου).
Καλή Χρονιά Άγιε, και χαιρετισμούς στην Άγιο Βασίλαινα. Τα ξαναλέμε σε 365 μέρες.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη