«Μάνα». Αυτή η γυναίκα σε όποια ηλικία κι αν είσαι, πάντα θα σε αγχώνει. Αν είσαι στην πρώτη δεκαετία της ζωής σου, αγχώνεσαι να μην ανακαλύψει ότι εσύ έσπασες το βάζο που είχε προίκα απ’ τη γιαγιά της την Κωνσταντινοπολίτισσα. Αν είσαι στη δεύτερη, τρέμεις για τη δασκάλα που θα της ρουφιανέψει στο τηλέφωνο ότι την ώρα του εκκλησιασμού ήσουν για μπάλα. Αν είσαι στην τρίτη, ψάχνεις να βρεις τρόπο να της ξεφουρνίσεις ότι όσα είναι τα κοφτά μακαρονάκια που βράζει, άλλα τόσα είναι και τα μαθήματα που χρωστάς στο πανεπιστήμιο. Συν ότι ξέμεινες από λεφτά. Αν είσαι στην τέταρτη, κι είσαι κι ανύπαντρος, κάνε χαρτιά και φύγε εθελοντής στο Αφγανιστάν. Καλύτερα θα περάσεις.
Δε μιλάμε για την κάθε μάνα του πλανήτη. Μιλάμε για τη δική μας μάνα, την Ελληνίδα. Τη μάνα που όταν σε βλέπει να κάνεις μαλακία ή να κινδυνεύεις να χτυπήσεις, βγάζει κάτι κραυγές που θυμίζουν ταυτόχρονα Τόλη Βοσκόπουλο, Ινδιάνο της φυλής Απάτσι κι Υπολοχαγό της Βέρμαχτ. Η μάνα που ακόμα κι αν σε χτυπήσει αυτοκίνητο φταίει που βγήκες φρεσκολουσμένος. Που έχεις πονοκέφαλο και φταίει το ότι σε μάτιασαν -ή ότι βγήκες έξω φρεσκολουσμένος. Η μάνα που όταν βήχεις πρέπει να κάτσεις έξι μήνες κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να τρέφεσαι με σούπες και πορτοκαλάδες, αλλά η ίδια ακόμα και με 39 πυρετό πλένει μπαλκόνια με τη ρόμπα και τις παντόφλες. Η μάνα που επικαλείται την Παναγία είτε γίνεται σεισμός είτε μείνει το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης από μπαταρίες.
Κάτι λένε ότι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, τα παιδιά με το που ενηλικιωθούν παίρνουν δρόμο απ’ το σπίτι θέλουν-δε θέλουν. Δεν ξέρω αν ισχύει ή το έχουν βγάλει μερικά εικοσάχρονα για να το φέρουν με τρόπο ότι θα νοικιάσουν καμιά υπόγα με τους κολλητούς χωρίς να της έρθει της ταλαίπωρης κάνα εγκεφαλικό. Εγώ πάντως στα 18 με θυμάμαι με το 3310 κρυμμένος σε μια γωνία ν’ ακούω τον εξάψαλμο που με είδε καβάλα στο μηχανάκι χωρίς κράνος.
Φάκελος σεμεδάκια: Τη σήμερον ημέρα η Ελληνίδα μάνα ζει μια υστερία. Οι τηλεοράσεις έγιναν flat, τα σώματα των καλοριφέρ το ίδιο, τα ηλεκτρονικά βιβλία έχουν μπει για τα καλά στην αγορά κι οι βιβλιοθήκες και τα ράφια έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν. Εκατοντάδες -χειροποίητα στην πλειονότητά τους- σεμεδάκια κινδυνεύουν να παροπλιστούν. Μέχρι να το πάρουν απόφαση, θα συνεχίσουμε να τα βλέπουμε όπου χωράνε ακόμα. Απ’ την ψωμιέρα, μέχρι το καζανάκι στον καμπινέ.
Φάκελος κινητό τηλέφωνο: Αν είναι κάτω από 50 ετών, έχει ήδη εγκαταστήσει facebook, viber, skype και το χειρίζεται καλύτερα κι από σένα. Ξέρεις, για να βρει τις φίλες της απ’ το σχολείο και σε καμία περίπτωση για να ελέγχει πότε είσαι online ή πού κάνεις check in…
Αν είναι άνω των 50, κατά πάσα πιθανότητα κυκλοφορεί με ένα αγνώστου προέλευσης κοτέτσι πεταμένο στην τσάντα, το οποίο δεν ακούει ποτέ όταν την καλείς εσύ, αλλά αν σε καλεί αυτή και δεν το σηκώσεις, ή σε απήγαγαν ή πέθανες ή σου έχουν ρίξει ναρκωτικά στο ποτό -τα οποία από τότε που ήσουν στο δημοτικό σου έλεγε ότι θα στα ρίξουν πανέμορφα γκομενάκια την ώρα που δε θα βλέπεις και τελικά ούτε γκομενάκια είδες, ούτε ναρκωτικά. Στο συγκεκριμένο φάκελο εντάσσονται φυσικά και τα ιδιαίτερα μαθήματα που της έκανες μέχρι να μάθει να το δουλεύει. Οσάκις πέρασε το μαρτύριο του να μάθει στη μάνα του πώς κάνεις login και κλήση στο skype, ξέρει ακριβώς τι εννοώ.
Φάκελος «Πότε θα παντρευτείς;». Εδώ είναι τα χοντρά τα ζόρια. Ξεκινά με πεταχτές σποντούλες όταν πλησιάζεις στην ηλικία που εκείνη παντρεύτηκε κι εξελίσσεται σε μονόλογο ο οποίος για κάθε ημερολογιακό έτος που παρέρχεται αυξάνεται κατά τέσσερα λεπτά. Χρονομετρημένο. Αν η μάνα σου παντρεύτηκε στα 22 κι εσύ είσαι ήδη 30 και δεν έχεις παντρευτεί ακόμα, do the math. Η ειρωνεία φυσικά δεν είναι εκεί, αλλά στο ότι όποιος άνθρωπος κι αν βρεθεί στη ζωή σου, ποτέ δεν είναι αρκετός. Ο ένας ρεμπεσκές, η άλλη τσουλάρα. Ο ένας ακαμάτης, η άλλη σαχλοκούδουνο. Και το «δε με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι» του δημοτικού, ξαφνικά γίνεται το «δες τους άλλους που έκαναν οικογένεια κι εσύ ακόμα ρεμαλιάζεις». Κάπως έτσι αυτός ο φάκελος θα μπορούσε να είναι ένα άρθρο από μόνος του. Βασικά ναι, θα γίνει ένα άρθρο από μόνο του.
Φάκελος καθαριότητα: Ακόμα κι αν δουλεύεις σε βιοχημικό εργαστήριο κι έρθει να σε επισκεφθεί, θα σας βγάλει βρομιάρηδες. Η διαδικασία αναζήτησης σκόνης και «μάμαλων» θυμίζει επιθεώρηση θαλάμου από διοικητή που θέλει να ρίξει καμπάνες και να κόψει άδειες. Για σένα «γενική καθαριότητα», σημαίνει πανιά, κουβάδες και καθαριστικά. Γι’ αυτή σημαίνει γδύσιμο το σπίτι μέχρι να ξανάρθει στα τούβλα και χτίσιμο απ’ την αρχή. Απλά μην το προσπαθείς, είναι μάταιος κόπος. Σκέψου απλά ότι έχει ολόκληρο μπαλκόνι γεμάτο με λουλούδια κι εσύ μαραίνεις μέχρι και κάκτο από αυτούς που ζουν στη Σαχάρα 50 χρόνια και δεν παθαίνουν τίποτα.
Φάκελος «αμ δε φταις εσύ, εγώ φταίω»: Είναι απάτη, είναι απλά μια εισαγωγή για το «όχι, τελικά εσύ φταις». Πάντα εσύ φταις γιατί πάντα τα κάνεις όλα λάθος. Συνήθως ακολουθείται απ’ το «δεν είσαι παιδί μου εσύ», το οποίο εξελίσσεται στο «θα τα αφήσω όλα στην εκκλησία όταν πεθάνω και θα κάνεις το σκατό σου παξιμάδι» όταν ξεπεράσεις τα 40.
Φάκελος «πλήγωσαν το παιδί μου». Με λίγα λόγια, όποιος και να είναι, όπου κι αν είναι, τη γάμησε. Όποιος ή όποια αποπειραθεί να κάνει κακό ή τελικά κάνει κακό στο παιδί της, ακόμα κι απ’ το νεκροκρέβατο θα σηκωθεί μαινόμενη να του βγάλει τα μάτια. Δεν υπολογίζει αν αυτός ο κάποιος είναι άγνωστος, γνωστός, σύζυγος, πατέρας, μάνα, αδερφή ή αδερφός της. Το έχουμε δει από επεισόδια των σήριαλ του Κοκκινόπουλου μέχρι ειδήσεις. Όποια μάνα αποφάσισε να εκδικηθεί, η τιμωρία που επέβαλλε έκανε τον Ποινικό Κώδικα να θυμίζει χάδι με πούπουλο.
Τελικά όλη αυτή η υπερπροστατευτικότητα οδηγεί σε καλό ή σε κακό; Τελικά ποιες έκαναν καλύτερα παιδιά; Οι προγιαγιάδες μας που ήταν όλη μέρα στα χωράφια κι έβλεπαν τα παιδιά τους μια ώρα κάθε βράδυ, ή οι μανάδες μας που ήταν όλη την ώρα από πάνω μας;
Σίγουρα ευθύνονται για πολλούς από κείνους τους φλώρους που θα τύχει να γνωρίσεις, όπως και για εκείνες τις φαντασμένες πριγκίπισσες της Κουραδούπολης που μεγάλωσαν. Ο χρόνος θα δείξει, από το πόσο καλύτεροι ή χειρότεροι γονείς θα γίνουμε εμείς.
Δεν είναι όμως απλά αυτή που σε ‘φερε στον κόσμο. Δεν είναι απλά αυτή που σε ξενύχτησε όταν αρρώστησες, που σε περίμενε έξω απ’ την πόρτα του σχολείου ή που έβλεπες να κλαίει από καμάρι όταν έπαιρνες πτυχίο. Είναι το μοναδικό «δεδομένο» αυτού του κόσμου, που είναι ικανό να δώσει τη ζωή του για σένα χωρίς καν να το σκεφτεί.
Είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σου τρώει τα συκώτια όλη μέρα, αλλά θα δεχθεί να βασανιστεί στα χειρότερα μαρτύρια μια ζωή για να ζήσεις εσύ ένα λεπτό ευτυχίας. «Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ και μπαίν’», κι όταν θα έρθει η ώρα της, θα θεωρήσει ευλογία το ότι πριν φύγει, πρόλαβε να δώσει ζωή σε σένα, είτε σε είδε να μεγαλώνεις είτε όχι. Και το μόνο που έκανε αδιαφορώντας αν πληγώθηκες, ήταν κάτι μπάμιες και κάτι σπανακόρυζα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη