Η γνωριμία μας διφορούμενη. Ένα νεύμα στο «χαίρω πολύ» που παρίστανε αδιαφορία, αλλά δυο ματιές που θύμιζαν εχθρούς που για πρώτη φορά αντικρίζονταν σε κάποιο σκοτεινό πεδίο μάχης. Κόντρα που θα ξεκινούσε με σαρκασμό και κάθε φορά θα εξελισσόταν σε αγένεια και προσβολές, ησυχία που μετατρεπόταν με μια φράση σε βουή.
Όπως εγώ δεν πείθω κανέναν ότι απλά διασκεδάζω με το να σε κοντράρω, έτσι κι εσύ δεν πείθεις εμένα ότι δε σου αρέσει. Όλοι ψάχνουν κοινά σημεία, εμείς δε χρειάζεται, γιατί απλά δεν έχουμε. Εκτός από ένα. Είναι στην πάστα και των δυο μας να τρέχουμε πίσω απ’ τις φαντασιώσεις μας. Κι αυτό μου αρκεί και με το παραπάνω.
Μην μπαίνεις στον κόπο να μου ρίχνεις εκείνο το βλέμμα που ουρλιάζει «θέλω να σε χαστouκίσω». Αν θες να με χαστouκίσεις με όσα λέω, Θεός φυλάξοι τι θα ‘θελες να μου κάνεις αν ήξερες όσα σκέφτομαι, αλλά δε λέω.
Για κάθε φορά που λες ότι με φαντάζεσαι δεμένο σε μια καρέκλα να με βaράς, εγώ σε φαντάζομαι ξαπλωμένη πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια και σκισμένα φουστάνια, που μυρίζουν έρωτα, ιδρώτα, σπασμό. Εμένα κι εσένα να ερωτοτροπούμε με την αγένεια.
Ίδιες κι οι σκέψεις τις ώρες που δεν είμαι στον ίδιο χώρο μαζί σου. Ναι, μόνο ώρες μπορώ να ρισκάρω να μείνω σε απόσταση, γιατί αν οι ώρες για κάποιο λόγο γίνουν μέρες, αυτές οι σκέψεις θα μετατραπούν σε άλλες, εφάμιλλες με αυτές που κάνεις στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
Μέχρι τότε, θα γίνομαι όσο πιο άπληστος μπορώ να είμαι στοn χρόνο που υπάρχω κάπου στο οπτικό σου πεδίο, να σου δημιουργώ την αμφιβολία για το τι έχω μέσα στο κεφάλι μου και να σε βλέπω να πασχίζεις εμμονικά να μπεις μέσα του, να διαβάσεις τι σκέφτομαι.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί έτσι; Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση κόντρα. Ναι, πες του κανένα να πάει να γ@μhθεί κι αυτός. Υπάρχει κάνας νόμος που να λέει ότι το φλερτ γίνεται μόνο με λουλούδια και χαδάκια; Υπάρχει πρωτόκολλο που να υποδεικνύει το πώς πρέπει να προσεγγίζεις τον άλλο και τι συναισθήματα πρέπει να του διεγείρεις;
Άσε που θα ‘χεις ακούσει και το άλλο: «Όποιος εκνευρίζεται κάθε λεπτό μαζί σου, δεν μπορεί πάνω από πέντε λεπτά μακριά σου». Τα είδαμε τα αρχετυπικά φλερτ τους που ξεκινούν με δήθεν αθωότητα και προσποιητές τρυφεράδες και σε λίγο καιρό μετατρέπονται σε μ@χaιρώματα για το ποιος έχει το πάνω χέρι και ποιος το κάτω. Να λείπει.
Στον έρωτα είμαστε όλοι σκλάβοι κι όλοι βασιλιάδες, με εναλλαγές που ορίζει η ίδια η χημεία μας. Όλοι είμαστε αυτοσχέδιες κουκκίδες στην άβυσσο, που ψάχνουμε την αντίστοιχη που θα μας κάνει να νιώθουμε πλήρεις για εμάς τους ίδιους κι όχι «ιδανικοί» στα μάτια των άλλων που θα μας βλέπουν.
Άλλοι τον είπαν πόλεμο, άλλοι ουτοπία κι άλλοι ολοκλήρωση. Για μας, μωρό μου, είναι τζόγος. Πρόστυχο κι ανήθικο φλερτ με την πιθανότητα όλη αυτή η ενέργεια να γίνει μια έκρηξη που θα μας κάνει και τους δυο στάχτη. Στον έρωτα και στον τζόγ@, λένε, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Εμείς το ξέρουμε καλά, όπως ο τζογ@δόρος, έτσι κι ο ερωτευμένος, δε σταματούν μέχρι να μείνουν ταπί. Ο ένας από λεφτά, ο άλλος από αντοχές.
Αυτό το παιχνιδάκι της κόντρας και της φαινομενικής απέχθειας θα συνεχιστεί. Θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι αν παίζεις το παιχνίδι μας ή εμένα, θα συνεχίσεις να αναρωτιέσαι αν λέει αλήθεια το στόμα μου που σε «στολίζει» με ειρωνείες ή τα μάτια μου που την ίδια στιγμή σε κοιτούν όπως κοιτά ένα παιδί μια σοκολάτα.
Και δε θα σταματήσει γιατί κάποιος απ’ τους δυο θα βαρεθεί να το παίζει, θα σταματήσει όταν ένας θα κοιτάξει τον άλλο, ο χρόνος «παγώσει» κι η πιθανότητα να πλακωθούμε στο ξύλ@ θα παίζει τραμπάλα πάνω σε μια οδοντογλυφίδα με την πιθανότητα να βουτηχτούμε και να μην ξεκολλάμε ο ένας απ’ τα χείλη του άλλου.
Πάρτο απόφαση, εμείς ή θα καταλήξουμε μαζί, ή αλληλομηνυόμενοι για σωματικές. Και δε σου λέω να διαλέξεις τι απ’ τα δυο θα γίνει, γιατί η απόφαση δε θα είναι μόνο δική σου έτσι κι αλλιώς.
Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Πωλίνα Πανέρη