Εύθραυστη και πολύτιμη, σαν πορσελάνινο βάζο κάποιας εκλιπούσης δυναστείας η ψυχή μου, καλλιεργημένη με τις λίγες ή τις πολλές αρχές που έλαβα πριν απογαλακτιστώ και πάρω το τιμόνι της ζωής στα χέρια μου. Δεν άφησα την τύχη να αποφασίσει, δεν περίμενα κανένα σύμπαν να συνωμοτήσει. Χώθηκα μέσα στην άγνοιά μου στα μοιραία και ιλιγγιώδη σταυροδρόμια, αυτά στα οποία καταλήγεις οδεύοντας σαν τυφλός, αγνοώντας την καταστροφή που μπορεί να κρύβεται πίσω από φαινομενικά ασήμαντες αποφάσεις.

Αφέθηκα σε χέρια ατσούμπαλα κι αδέξια, έψαξα την αγάπη σε φωλιές αρπακτικών που με γέμισαν πληγές.  Επέλεξα το χρόνο για γιατρό, και ήλπισα να τις επουλώσει. Ένα χρόνο που άργησα πολύ να καταλάβω ότι δεν υπάρχει, ότι είναι μια ανθρώπινη επινόηση για να αποκτήσει μέτρα και σταθμά η κίνηση όπως λένε και οι κβαντικοί. Κι αν υπάρχει, είναι μέγεθος υποκειμενικό. Οι συνέπειές του όμως ισοπεδωτικά αντικειμενικές.

Τα βράδια δεν ησυχάζω. Μακρόσυρτες μνήμες ξυπνούν τους «νεκρούς» μου και τους αφήνουν να αλωνίζουν στα δωμάτια. Κάθε φορά κι ένα όνομα χαραγμένο μέσα μου, σαν τον αριθμό που χάραζαν οι ναζί στους Εβραίους. Εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη, τόσο που σχεδόν νιώθω να ορφανεύω από καρδιά. Το πορσελάνινο βάζο έχει μόλις γίνει θρύψαλα, η μετάβαση ολοκληρώθηκε. «Πρέπει να τα χάσεις όλα, για να τα βρεις αλλού και από την αρχή» διάβασα κάπου. Ποια να ξαναβρώ; Τα ίδια; Μην τα μπερδεύουμε. Τα λάθη γίνονται για να συγχωρούνται και οι πουστιές για να τιμωρούνται. Έτσι τα ξέρω εγώ.

Σαν τραυματίας τροχαίου που θα κουτσαίνω σε όλη μου τη ζωή έχασα την κομψότητά μου, εξαφάνισα θέληση και συνείδηση. Ένα θύμα κι ένας θύτης ταυτόχρονα, που αξιοποιεί τη λανθάνουσα λεπτομέρεια. Μακριά από μιζέρια και αυτολύπηση. Μην το νομίσεις για διαστροφή. Είμαι μέρος της φύσης, και συμπεριφέρομαι όπως η μεγάλη μάνα όλων μας. Της κόβεις τα δέντρα, στερεύει το οξυγόνο, μολύνεις τα ποτάμια της, πεθαίνει το φαγητό σου, τη γεμίζεις με μηχανήματα και καπνούς, λιώνει τους πάγους της και σε πνίγει. Έτσι κι εμένα δεν μπορεί κανείς να με καταστήσει υπεύθυνο για το ασυνείδητό μου. Μια άμυνα; Ένα ψυχικό τραύμα; Ένα απωθημένο; Ένα γινάτι για το άδικο; Μέσα στην άπληστη αναπνοή του καπνού, δεν μπορώ να τα διακρίνω, και ίσως να μην έχει και σημασία.

Ψάχνοντας να βρεις την κερκόπορτα της ψυχής μου θα είναι σαν να ψάχνεις χώρο στάθμευσης στο κέντρο της πόλης. Όλες οι θέσεις πιασμένες, και οι μόνες που υπάρχουν απευθύνονται σε ΑΜΕΑ και οχήματα του δημοσίου. Αν τολμήσεις να παρκάρεις, σε μαζεύει ο γερανός. Συντρίμμια σωρευμένα έχουν υψώσει τον τοίχο που αντικρίζεις μέσα μου, το ύστατο σύνορο. Το άβατο πίσω από το οποίο μπορεί να υπάρχει όλη η αγάπη του κόσμου, κάτι σαν την κουνελότρυπα στη χώρα των θαυμάτων. Και όποιος έχει τη θέληση να τη βρει, πρέπει να αναρριχηθεί σε αυτό τον τοίχο ξέροντας ότι αν γλιστρήσει ανεβαίνοντάς τον, η πτώση θα τον σκοτώσει.

Όταν μια αδικία μένει ατιμώρητη, ο κόσμος χάνει την ισορροπία του. Αφήνω διαίσθηση και συλλογισμό μετέωρα, πριν βρουν τη δύναμη να μετατραπούν σε περιέργεια. Πότε πονά περισσότερο; Όταν πέφτεις κάτω ή όταν πέφτεις έξω; Τόσες φωνές, τόσες ζωές, τόσος κόπος. Από όνειρο σε όνειρο, καταλήγοντας στην ίδια εξορία, την ίδια μοναξιά. Και ο μεγαλύτερος φόβος να μην είναι το μήπως και δε βρω άνθρωπο να με αγαπήσει, αλλά το να μην μπορέσω να ξαναγαπήσω. Το γυαλί είναι εύθραυστο μέχρι να σπάσει. Μετά κόβει.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Κατερίνα Κεχαγιά.

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης