Με λες και κτητικό, όταν δε θα ‘δινα βόλτα τη μηχανή μου ούτε στον κολλητό μου και θα προτιμούσα αν είμαι σουρωμένος να την αφήσω εκτεθειμένη στο δρόμο με κίνδυνο να μου τη φάνε παρά να δω άλλον να την καβαλάει. Με λες κτητικό όταν απειλώ –και το εννοώ– ότι θα σου σουβλίσω το κουλό με το πιρούνι αν τολμήσεις να μου πάρεις πατάτα απ’ το πιάτο χωρίς να ρωτήσεις. Όταν όμως η κτητικότητά μου έρχεται να δοκιμαστεί σε σένα, αλλάζουν πολλά. Κι όχι, δεν είναι ότι σε θέλω λιγότερο από πατάτα.
Δύσκολα εξηγείται με λόγια αυτό που νιώθω κάθε φορά που κάποιο λιγούρι σε κοιτά προσπαθώντας να συγκρατήσει τα σάλια του που είναι έτοιμα να τρέξουν στα πατώματα. Δύσκολα περιγράφεται η πονηρή -κι ίσως νοσηρή- ευχαρίστηση που νιώθω κάθε φορά που κάποιος επίδοξος κατακτητής έρχεται να δοκιμάσει πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να σε κερδίσει από μένα.
Κανείς δεν ανήκει σε κανένα, λένε, κι όσο πολιτισμένο κι αν ακούγεται, άλλο τόσο λανθασμένο είναι. Σήμερον εμού, αύριο ετέρου κι ουδέποτε κανενός που λέει και το ρητό. Κι εσύ, σήμερα τουλάχιστον, είσαι δική μου. Και δεν το πιστεύω γιατί έτσι θέλω. Η πραγματική απόδειξη ότι είσαι δική μου είναι το να στέκεσαι δίπλα μου όταν έχεις την επιλογή να φύγεις κι όχι όταν σε κλείνω σε ένα σιδερένιο, ξύλινο ή χρυσό κλουβί για να μην το κάνεις. Το ότι μου ανήκεις είναι κάτι που το λες εσύ -κι ας μην το έχεις ξεστομίσει αυτολεξεί ποτέ.
Ωραίο το παπαγάλισμα ότι όποιος προσπαθεί να αρπάξει κάτι που δεν του ανήκει, είναι κομπλεξικός, ανασφαλής κι υπάνθρωπος. Κι ακόμα ωραιότερη η υποκρισία ότι ξεχνάμε το γεγονός ότι ακόμα και τα σύνορα των κρατών είναι αποτέλεσμα πολέμων κι αρπαγής εδαφών. Ας αφήσουμε τις μαλακίες. Το ότι κάποιος ή κάτι ανήκει σε άλλον, είναι ο τελευταίος λόγος για να μην το διεκδικήσουμε. Είναι η φύση μας να καταδιώκουμε αυτό που γουστάρουμε κι όσο περισσότερο το θέλουμε, τόσο πιο θρασείς γινόμαστε στο κυνήγι του.
Εμένα πάλι είναι η φύση μου να τη βρίσκω βλέποντας τον κάθε «εισβολέα» να γκρεμίζεται στο ντουβάρι που του ορθώνεις όταν ξεπερνά τα όρια του αθώου φλερτ. Γουστάρω να με ζηλεύουν και να με βρίζουν στα κρυφά πηγαδάκια τους, γιατί αυτό που θέλω, τυχαίνει να το θέλουν κι αυτοί. Με τη μόνη διαφορά ότι εγώ το έχω κιόλας. Φτιάχνομαι με το πώς θα με κοιτούν για το υπόλοιπο της βραδιάς, ξέροντας ότι αυτή που μόλις τους χιόνισε, θα ξυπνήσει την άλλη μέρα το πρωί γυμνή στο διπλανό μου μαξιλάρι. Κι αν κάποια στιγμή δεν ξυπνήσει εκεί, δε θα μου φταίξει κάποιος από αυτούς, αλλά εγώ κι εσύ.
Δε θα σε πάρω από το χέρι να φύγουμε, δε θα πάω να κάνω καβγά ούτε θα περιμένω να μείνουμε μόνοι μας για να σου κάνω παράπονα. Θα μείνω εκεί και θα το απολαύσω όσο μπορώ περισσότερο. Θα σε κοιτάω να λάμπεις μέσα στη μαυρίλα και θα καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι για την τύχη μου -ε ναι, και για το καλό μου γούστο.
Κατινιές, σκηνές ζηλοτυπίας και καβγάδες είναι μια φαρσοκωμωδία ανθρώπων που δε θέλουν να αντιμετωπίσουν είτε την κακή τους συμπεριφορά είτε τις κακές τους επιλογές. Ο άντρας έχει την ένταση στο ένστικτό του. Κι είναι διπλά τυχερός όταν έχει μια γυναίκα να του κοιμίζει αυτά τα ένστικτα όταν είναι με κόσμο και να του τα ξυπνά όταν είναι μόνοι τους.
Τη βρίσκω να στην πέφτουν, τη βρίσκω να σε διεκδικούν, τη βρίσκω να τζογάρω κάθε μέρα με την πιθανότητα να σε χάσω από κάποιον καλύτερο. Δε θα σε ερωτευόμουν ποτέ αν μου παρίστανες τη χαμηλοβλεπούσα ή το σιγανό ποταμάκι, γιατί άνθρωπος που λέει ότι θα βάλει μόνος του παρωπίδες στα μάτια του είναι ή υποκριτής ή απελπισμένος, κι αυτούς μόνο να τους λυπηθώ μπορώ και τίποτε άλλο. Δε θα σε ερωτευόμουν ούτε αν ήσουν ένα εγκεφαλικά ακατοίκητο τρόπαιο με ωραίο όμως κώλο, που απλά το ήθελαν πολλοί.
Σε ερωτεύομαι που δεν προσπαθείς να με καθησυχάσεις με τα κλασικά ψέματα ότι «σε βλέπουν φιλικά». Σε ερωτεύομαι ακόμα περισσότερο όταν προσπαθείς να με πείσεις με το ψέμα ότι εγώ είμαι ο καλύτερος, γιατί ξέρω ότι δεν ισχύει. Και κάπως έτσι μια γυναίκα βρίσκεται τόσο ψηλά στα μάτια ενός άντρα, που κινδυνεύει ο ταλαίπωρος να πάθει αυχενικό κοιτώντας τη και μόνο. Και δεν περιμένει πίστη απ’ την καλή της την καρδιά, τις ενοχές ή το φιλότιμο. Πιστή γυναίκα, είναι η ικανοποιημένη. Κι αυτό το ξέρουμε όλοι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη