Τζιχάντ, πόλεμοι, ιερές εκστρατείες ή όπως αλλιώς λέγονται, σε ξεσπίτωσαν. Πείνα και φόβος σε ξερίζωσαν. Φονιάδες, είτε φανατισμένοι είτε πληρωμένοι, σε κυνήγησαν. Πολύ πιθανό να είδες τους γονείς σου ή άλλους οικείους σου νεκρούς. Κάθε μέρα σφύριζαν στ’ αυτιά σου οι ριπές που περνούσαν ξυστά από δίπλα σου και οι σφαίρες δεν έλεγαν να στερέψουν. Άφησες πόρτες ανοικτές και νεκρούς άταφους και άρχισες να τρέχεις σαν τον τυφλό για μέρες και νύχτες, μέχρι να δεις θάλασσα.
Το αποκαλούν χαριτωμένα εδώ αυτό που σας συμβαίνει, αυτό που τραβάτε. Το αποκαλούν «μεταναστευτική ροή». Αυτό είναι προφανώς κατά την κρίση τους το συνώνυμο του ξεριζωμού, του θανάτου και της προσφυγιάς. Έτσι τον ονομάζουμε το διωγμό εμείς οι πολιτισμένοι και μορφωμένοι λαοί.
Γιατί εμείς βλέπεις, δε ζήσαμε πόλεμο, περιμένουμε τις βολές του στρατού και κανένα γάμο για να ακούσουμε μπαλοθιά. Και το αίμα μας το χύνουμε στα τροχαία και τα εργατικά ατυχήματα μόνο. Ξεχάσαμε ότι οι προ-παππούδες κάποιων από εμάς επιβιβάστηκαν σε βάρκες από τις ίδιες παραλίες που ξεκίνησες εσύ όταν εγκατέλειπαν τη Μικρά Ασία. Ξεχάσαμε ότι οι προ-γιαγιάδες κάποιων από εμάς ήρθαν τροχάδην από τον Πόντο με τους Τσέτες να τις κυνηγούν για να τις ατιμάσουν. Ξεχάσαμε ότι κατάπιναν τις λίρες τους μέχρι να περάσουν τα σύνορα και μετά τις έψαχναν στα σκατά τους, για να έρθουν να βρουν λίγη ειρήνη και να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Θα σκεφτείς «αυτοί ήταν Έλληνες όμως». Και θα σου απαντήσω «και γιατί τότε τους αποκαλούσαν τουρκόσπορους οι Έλληνες που τους υποδέχθηκαν;» .
Μη βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα για εμάς. Όπως εσείς δεν είστε όλοι τζιχαντιστές, όπως κάποιοι θέλουν να σας παρουσιάσουν, έτσι δεν είμαστε κι εμείς όλοι μαλάκες. Απλά εκτός από οικονομική, ζούμε και μια μεγάλη ηθική κρίση και ο άδειος ο τενεκές όπως ξέρεις, κάνει και το μεγαλύτερο σαματά. Κι αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο «μαλάκας», θα μου επιτρέψεις να σε διαφωτίσω. Είναι αυτός που θα σου λέει ότι έπρεπε να μείνεις στην πατρίδα σου και να πολεμήσεις σαν σωστός πατριώτης. Ο συγκεκριμένος, να ξέρεις, θα πήγαινε μετανάστης μόνο και μόνο για να βρει μια καλύτερη δουλειά. Βασικά, ακόμα και για γκόμενα θα παρατούσε το σπίτι του. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Είναι επίσης εκείνος που θα εκμεταλλευτεί την ανάγκη σου για φαγητό, ρεύμα για το κινητό σου ή πόσιμο νερό και θα σε γδάρει για να θησαυρίσει. Κάποτε αυτοί λέγονταν «μαυραγορίτες», έτσι πληροφοριακά. Τέλος, είναι εκείνος που θα σε δείχνει και θα φωνάζει «όποιος τους θέλει να τους πάρει σπίτι του». Αυτός είναι και με διαφορά ο πιο ηλίθιος. Έχει την εντύπωση ότι απολαμβάνεις να κοιμάσαι σε παγκάκια και να χέζεις όρθιος σε παρτέρια. Είναι τόσο καθυστερημένος που δεν αντιλαμβάνεται ότι εδώ δεν είναι ο τόπος που ήθελες να πας, αλλά ο τόπος στον οποίο εγκλωβίστηκες. Θα σε καθυβρίζει και θα σε χλευάζει, σαν ξενοφοβικός μαλάκας που είναι, αλλά όταν θα ξεβραστεί το παιδάκι σου νεκρό σε κάποια παραλία, θα το βγάλει φωτογραφία και θα το ανεβάσει στο facebook με πένθιμες ατάκες, θρήνους, κροκοδείλια δάκρυα και λοιπές υποκρισίες.
Όλοι οι υπόλοιποι (και πίστεψέ με είμαστε πολλοί περισσότεροι) είμαστε αυτοί που θα σε περιμένουμε στην παραλία με μια κουβέρτα στο χέρι και θα σου απλώσουμε το χέρι να σε βοηθήσουμε να κατέβεις από τη λέμβο. Μπορεί να είμαστε ένστολοι σε κάποιο παραπλέον σκάφος του λιμενικού, μπορεί να είμαστε ψαράδες, μπορεί όμως να μην είμαστε καν ντόπιοι. Θα μας συναντήσεις στους δρόμους να σου προσφέρουμε μια καρέκλα να ξαποστάσεις, ένα ποτήρι νερό να δροσιστείς, θα κεράσουμε μια σοκολάτα το παιδάκι δίπλα σου και δε θα σου ζητήσουμε το παραμικρό αντίτιμο.
Θα μας καταλάβεις από το φιλότιμο, την κατανόηση και την αλληλεγγύη μας. Μην περιμένεις πολλά από εμάς φίλε, μπορεί να μην είμαστε σε πόλεμο, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια αγωνιζόμαστε για την επιβίωση. Πολλοί από εμάς πεινάμε, κάποιοι ίσως όσο κι εσύ. Έχουμε σπίτια χωρίς ρεύμα, αυτοκίνητα χωρίς καύσιμα και ντουλάπια χωρίς φάρμακα. Αλλά τα λίγα που έχουμε, τα μοιραζόμαστε.
Η Ελλάδα έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να είναι η γη της επαγγελίας, φρόντισαν άλλοι γι’ αυτό. Κι όσο μέλλον δεν έχεις εσύ εδώ, άλλο τόσο δεν έχουμε κι εμείς. Το όραμα μιας Ευρώπης ενωμένης και δυνατής έχει αρχίσει να θυμίζει κάτι από Σοβιετική Ένωση. Συρματοπλέγματα υψώνονται, πόρτες κλείνουν ερμητικά, λαοί εκβιάζονται και η «ισονομία» μεταξύ εταίρων αποδεικνύεται ουτοπία. Ένα ιδανικό αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Το πρώτο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις ζωντανός. Να γλιτώσεις από τον πόλεμο, το διωγμό, τις χιλιάδες των χιλιομέτρων που θα περπατήσεις μέχρι να δεις το Αιγαίο, τα νερά στα οποία θα κολυμπήσεις μέχρι να πατήσει το πόδι σου Ελλάδα. Το δεύτερο που έχεις να κάνεις είναι να σεβαστείς τον τόπο αυτό και τους ανθρώπους του και να αρκεστείς σε όσα μπορεί να σου προσφέρει αυτή η χώρα, που όπως είπα δεν είναι πολλά. Εδώ δε χρειαζόμαστε ούτε Γενεύη ούτε Σέγκεν για να αποκτήσουμε ανθρωπιά. Ο Έλληνας δεν είναι σαν τους άλλους Ευρωπαίους. Και ευτυχώς, δεν πρόκειται και να γίνει ποτέ, όσο κι αν τον εξαθλιώσουν για να τον υποτάξουν και να γίνει ένα άκαρδο ρομποτάκι που εκτελεί τις εντολές τους. Θέση στον τόπο του δε βρήκαν να σταθούν, μόνο όσοι ήρθαν για να τον βλάψουν.
Ο Έλληνας ξεριζώθηκε αμέτρητες φορές στην ιστορία του, πολέμησε, σκλαβώθηκε και είναι ακόμα εδώ, όρθιος και αξιοπρεπής. Καμπάνα που βαρά στον κόσμο των ξεχασμένων, όπως λέει και κάποιος πατριώτης σου με το όνομα Mhdin. Θεματοφύλακας των ανθρώπινων αξιών. Δεν προσβάλλεται η αισθητική του με το να βλέπει στις πλατείες του ουρές προσφύγων, αλλά ντρέπεται να βλέπει πτώματα στις παραλίες και παιδιά να κλαίνε πίσω από φράχτες. Δεν ντρέπεται να ζητήσει βοήθεια, ντρέπεται όμως να μη δώσει τη δική του. Ζει στη χώρα που ακόμα υπάρχουν γέροντες που αναφωνούν «Πατρίδα μ’ κι ανασπάλω σε» και πενθούν με δάκρυα για τις δικές μας χαμένες πατρίδες.
Γι’ αυτό αν οι άλλοι σου πουν «δε σας θέλουμε», εγώ θα σου πω «καλώς να ορίσεις».
Επιμέλεια κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Ελευθερία Παπασάββα