Τρία πράγματα μας εκνευρίζουν τέτοια εποχή. Πρώτο το γεγονός ότι σε λίγες μέρες από τώρα θα μας στενεύουν ακόμα κι οι κάλτσες. Δεύτερο η αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι με όσα θα χαλάσουμε αυτήν την περίοδο, το Γενάρη θα τον βγάλουμε με πασατέμπο κι έξυπνο shaker απ’ το περίπτερο. Τρίτο κι εκνευριστικότερο, εκείνοι οι γρουσούζηδες που έχουν ξεκινήσει απ’ την επέτειο του Πολυτεχνείου να μας πρήζουν τα συκώτια ότι αυτές οι μέρες είναι ένα καθαρά εμπορικό γεγονός κι ότι δεν υπάρχει λόγος να χαιρόμαστε σαν τα νήπια βλέποντας Αγιοβασίληδες και λαμπάκια.
Για τα δυο πρώτα δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση. Ειδικά αν δεν είσαι μέρος του τρίτου προβλήματος (οπότε –κατά δήλωσή σου– δεν έχεις κανένα λόγο να γιορτάζεις κάτι τρώγοντας ή σπαταλώντας χρήματα σε δώρα και διασκέδαση), απλά περιμένεις να περάσει αυτός ο καιρός και τα ψίχουλα που θα σου μείνουν να πας να τα δώσεις σε συνδρομή για γυμναστήριο και να λιώσεις εκεί μέσα μέχρι το Μάιο ώστε να μην μπεις στη θάλασσα τον Ιούνιο και βγει εκείνη έξω.
Για το τρίτο πάλι υπάρχει. Βλέπεις, όντως, αν κοιτάς το δέντρο συναντάς υπερκατανάλωση, υπερδιασκέδαση, υπερφαγία, όλα τα «υπέρ» στριμωγμένα σε δέκα μέρες. Ειδικά σε αντιδιαστολή με το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα και μια κούπα καφέ γι’ αυτούς είναι πολυτέλεια, μπορεί όλο αυτό να φαντάζει πρόκληση. Η ουσία και το δάσος, όμως, σε αυτές τις μέρες δεν είναι να ψάχνεις να βρεις τέτοιες προκλήσεις, φίλε, αλλά να τα αφήνεις στην άκρη όλα, κάνοντας μόνο καλό, όσο δεν πρόλαβες, ή δε θέλησες, ή δεν κατάφερες να κάνεις όλη την υπόλοιπη χρονιά. Υποκρισία για κάποιους, ένεση ζωής για κάποιους άλλους. Και ξέρεις ότι δεν είσαι τέλειος αλλά ούτε και σκατόψυχος αν ανήκεις στους τελευταίους.
Χριστούγεννα είναι εκείνο το τηλέφωνο που δεν πήρες για πολύ καιρό, γιατί κάποτε παρεξηγηθήκατε. Χριστούγεννα είναι το «νερό κι αλάτι», Χριστούγεννα είναι το «πάμε πάλι απ’ την αρχή καλύτερα», Χριστούγεννα είναι το «πήρα να σε ακούσω και να σου ευχηθώ», Χριστούγεννα είναι το «έλα απ’ το σπίτι να κάνουμε γιορτές μαζί». Ναι, δε θα κάνεις τη ζωή κάποιου άγνωστου δυστυχισμένου καλύτερη, θα κάνεις όμως τη ζωή ενός γνωστού λιγότερο μουντή. Κι όσο μικρό κι αν είναι κάτι τέτοιο, είναι ένα πρόβλημα του κόσμου μας λιγότερο, λυμένο και σβησμένο απ’ το τεράστιο τεφτέρι με όσα δε μας αφήνουν να κοιμηθούμε τα βράδια.
Το παρελθόν και το μέλλον μας τα σκέφτεται το μυαλό, ενώ το παρόν το ζει η καρδιά, εκείνη πάντα θα θέλει να ζει το «τώρα». Και μεγαλύτερο αναβολικό για την καρδιά απ’ το χαμόγελο ενός φίλου ή ακόμα περισσότερο ενός «πρώην εχθρού» στην ευχή για καλές γιορτές, δεν υπάρχει. Ακόμα κι η ιστορία διδάσκει ότι τέτοιες μέρες σε άλλα χρόνια που ο κόσμος ήταν ένα ατελείωτο πεδίο μάχης, τα πυροβόλα σιγούσαν έστω για λίγο κι οι εχθροί βρίσκονταν πίσω από χαρακώματα να ανταλλάζουν τσιγάρα και κρασιά ο ένας με τον άλλο, τραγουδώντας κάλαντα δίπλα-δίπλα με αυτόν που χθες αλλά κι αύριο θα ήταν ο φονιάς τους.
Κάπου διάβαζα ότι ο χρόνος γλιστρά σαν την άμμο απ’ τα χέρια και το μόνο που μένει στις παλάμες είναι ελάχιστοι κόκκοι της. Αυτοί οι ελάχιστοι κόκκοι είναι οι αναμνήσεις μας. Και να ‘σαι σίγουρος ότι όταν πλησιάσει η δύση, αυτές οι μέρες κάθε χρονιάς που έζησες θα ‘ναι πάνω στις παλάμες σου. Γι’ αυτό φρόντισε οι εικόνες να μην έχουν μιζέρια κι άρνηση. Να έχουν ανθρώπους, να έχουν γέλια, οικογένεια –όπως κι αν προσδιορίζεται αυτή για τον καθένα–, συγχώρεση -κι αυτή που δίνεις αλλά κι αυτή που ζητάς. Αυτές οι μέρες είναι ένα τεράστιο “reset”. Το αν τελικά το πατήσεις και μετά κάνεις τα ίδια είναι άλλου παπά ευαγγέλιο, αλλά κανείς δε σου αφαιρεί το δικαίωμα να το πατήσεις και να προσπαθήσεις.
Είναι δικαίωμά σου να χάνεις την ουσία της ζωής επιμένοντας εμμονικά να ψάχνεις το τέλειο, αλλά είναι επίσης δικαίωμά σου να ζήσεις το μέτριο σαν τέλειο έστω για λίγο. Τα έχουμε ξαναπεί, δε θα στον φέρει ο Άγιος Βασίλης τον καλύτερο κόσμο. Αν όντως τον θες, να τον φτιάξεις μόνος σου. Απλώς πρέπει να βιαστείς. Γιατί όπως γράφει ο Μπουκάι: «Γεννήθηκα σήμερα το ξημέρωμα. Έζησα την παιδική μου ηλικία το πρωί και γύρω στο μεσημέρι έμπαινα ήδη στην εφηβεία μου. Και δεν είναι ότι τρόμαξα που ο χρόνος μου περνάει τόσο βιαστικά. Μόνο με ανησυχεί λίγο να σκέφτομαι ότι ίσως αύριο να είμαι πολύ γέρος για να κάνω όλα όσα άφησα σ’ εκκρεμότητα».
Αν μπορείς να δώσεις δώρα, να τα δώσεις. Αν, δε, θες να δώσεις δώρα και να βοηθήσεις έναν ανήμπορο άνθρωπο, ακόμα καλύτερα. Αν θες να τα κάνεις μασούρι και να τα βάλεις κάτω απ’ το στρώμα, με γεια σου με χαρά σου. Έτσι κι αλλιώς η ουσία δεν είναι στα υλικά. Απλά κάποιοι άνθρωποι έχουν επιλέξει αυτό τον τρόπο για να δείξουν ότι θέλουν να έρθουν κοντά σου, είτε γιατί δεν ξέρουν άλλο τρόπο είτε γιατί φοβούνται τον εαυτό τους να το δοκιμάσουν αλλιώς.
Η ουσία είναι να μην αφήνεις κανέναν να περνά αυτές τις μέρες μόνος του. Ας πέσουν τα ντουβάρια που ορθώναμε όλη την υπόλοιπη χρονιά, έστω για λίγο, να δούμε τι είναι απ’ την άλλη πλευρά. Γιατί μπορεί πολλά να έχουν αλλάξει, αλλά οι τοίχοι που σηκώσαμε να μη μας άφηναν να τα δούμε. Κι αν δε μας αρέσει, ρε φίλε, θα τα ξαναχτίσουμε. Έτσι κι αλλιώς, σε αντίθεση με τα πραγματικά τείχη, αυτά είναι πολύ πιο εύκολο να τα σηκώσουμε παρά να τα γκρεμίσουμε.
Μην ξεχνάς τη μάνα, τη γιαγιά ή τη θεία που αυτές τις μέρες κοιτά μόνη της μια τηλεόραση αναπολώντας αυτά που έζησε ή δεν πρόλαβε να ζήσει. Μην ξεχνάς το φίλο που δεν μπόρεσε να πάρει άδεια κι είναι μόνος του. Μην αφήσεις κανέναν να περάσει στη μοναξιά αυτές τις μέρες. Μην ξεχνάς το ναυτικό που θαλασσοδέρνεται, το φαντάρο που φυλάει τα σύνορα, το σερβιτόρο που πεθαίνει στην ορθοστασία για να περάσεις εσύ καλές γιορτές.
Πολλές φορές κι ένα τηλέφωνο μπορεί να αρκεί. Μην αφήνεις ανείπωτα τα «σ’ αγαπώ» που κώλωσες να πεις, αλλά κατάπιε όλα εκείνα τα «α γαμήσου» που κρατάς μέσα σου. Άλλοι το λένε Θεό, άλλοι σύμπαν, άλλοι δεν ξέρω εγώ πώς. Όπως και να το λένε, όπως και το κακό, έτσι το καλό στα επιστρέφει διπλά. Κι όταν θέλει να σε σώσει, σου στέλνει ανθρώπους να σε αγαπούν.
Καλές γιορτές με υγεία και δύναμη σε όλους μας. Τα καλύτερα θα τα φέρουμε!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη