Μυστικός δείπνος της παρέας κι η επικαιρότητα στο χωρισμό μιας εκ των «σχέσεων-σιγουράκι», ας πούμε του Μένιου και της Φλώρας. Μονοπώλιο τα σχόλια έκπληξης, η ανησυχία για το πώς θα συνεχιστούν τώρα οι ζωές τους όπως κι οι δικές μας απέναντί τους, μιας και τους γνωρίσαμε ενώ ήταν ήδη ζευγάρι. Μετά από καμία εκατοστή «κρίμα» και δυο-τρεις ντουζίνες «μα ήταν τόσο ωραίοι μαζί», έχεις πάρει ύφος Ντένης Μαρκορά κι ετοιμάζεσαι να στάξεις το φαρμάκι, αλλά πετάγεται η Μαρούσκα του τραπεζιού και σε προλαβαίνει. «Μα, ρε παιδιά, δεν ήταν ποτέ πραγματικά ερωτευμένοι, τι περιμένατε, ότι θα έμεναν μαζί για πολύ;». Κοπέλα μου παρήγγειλε ό,τι θες, κερνά το γκασπαζά -που ν’ αγιάσει το στόμα σου.
Παντού κουβέντες για εκείνους που δεν ξέρουν τι θέλουν, τους ανικανοποίητους, τους κυκλοθυμικούς, τους αναίσθητους και πουθενά για εκείνους που κάνουν το μεγαλύτερο έγκλημα στις σχέσεις και μάλιστα την ίδια στιγμή που αποφασίζουν να μπουν σε αυτές.
Ίσως φταίει ο φόβος, ίσως η ηττοπάθεια, ίσως οι ανασφάλειες ή τα τραύματα του παρελθόντος που δεν επουλώθηκαν ποτέ, όσο κι αν παριστάναμε ότι το έχουμε καταφέρει. Στην τελική δεν έχει και σημασία, όταν η ζημιά δε μένει μόνο σε σένα, αλλά επηρεάζει και ζωές άλλου ή άλλων. Αλήθεια, κοίταξες ποτέ πέρα απ’ το δέντρο που λέγεται «απιστία», «ψέμα» ή «αχαριστία»; Αναρωτήθηκες ποτέ πώς γίνεται σε έναν κόσμο με πλήρη ελευθερία να επιλέξει ο καθένας όποιον ή όποια γουστάρει, να υπάρχουν τόσα ναυάγια;
«Καλό παιδί είναι, μωρέ, ας δώσω μια ευκαιρία». Και κάπου εκεί ξεκινά ένα από τα λάθη για τα οποία κάποτε θα μετανιώσεις. Όχι, φίλε, τέτοια ευκαιρία δε θα έπρεπε να τη θέλει κανείς. Κι αν τη θελήσει, στο μέλλον θα το μετανιώσεις κι εσύ που την έδωσες, αλλά κι αυτός που την πήρε. Σαν να μη βρίσκεις τραπέζι στο εστιατόριο που θες να φας και να κάθεσαι στο διπλανό γιατί, ντάξει μωρέ, δε γαμιέται, αφού ήρθαμε μέχρι εδώ κομμάτια να γίνει.
Το κριτήριο για το αν θα επιλέξεις ή όχι έναν άνθρωπο να πορευθείτε παρέα, είναι το πόσο δε θα μπορείτε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο κι όχι το αν μπορεί να ρίξει σε χειμερία νάρκη την ανασφάλειά σου. Το μόνο σταθερό σημείο στο οποίο μπορεί να κρατηθεί η ζωή μας μέσα στο κοσμικό χάος είναι η καψούρα. Κι όσοι τη φαντάζονται σαν καρουζέλ κι όχι σαν ροντέο, δεν την αξίζουν κιόλας.
Όλοι έχουμε το ρυθμό μας, τη ρουτίνα και την καθημερινότητά μας. Κανείς δε φύτρωσε, όλοι από κάπου ερχόμαστε και κάπου πάμε. Για να αλλάξεις αυτή τη ρουτίνα, ο λόγος θα πρέπει να είναι σημαντικός, αλλιώς δε σέβεσαι την ίδια τη ζωή σου. Και μην παρεξηγηθούμε, ε, αυτό το λάθος το κάνουν ομοίως άντρες-γυναίκες και για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Νεόκοποι ερωτύλοι με ένα τσουβάλι αποτυχίες να αναρωτιούνται τι πήγε στραβά κάθε φορά, αποκλείοντας φυσικά το ενδεχόμενο να έκαναν λάθος επιλογές. Κι ακόμα κι όταν το κατάλαβαν, δεν έκαναν πίσω εγκαίρως για να μην πληγώσουν τον άλλο, λες και τελικά θα κατάφερναν να γλυτώσουν το τέλμα.
Θα μου πεις μόνο γι’ αυτό χωρίζουν οι άνθρωποι; Όχι βέβαια. Πολλές σχέσεις ξεκίνησαν με τις καλύτερες προϋποθέσεις και κατέληξαν ναυάγια. Πολλές σχέσεις ξεκίνησαν με πάθος που θα μπορούσε να γκρεμίσει οκταώροφη πολυκατοικία και κατέληξαν πιο βαρετές κι απ’ το κανάλι της Βουλής. Καμία, όμως, σχέση που ξεκίνησε με το «άντε μωρέ δε γαμιέται, τρώγωντας έρχεται η όρεξη» δεν κατέληξε σε πραγματικό έρωτα.
Όταν οι δρόμοι του δικού μας Μένιου και της δικής μας Φλώρας διασταυρώθηκαν, η στιγμή τους βρήκε στα γόνατα, γεμάτους τραύματα απ’ τις προηγούμενες σχέσεις τους κι αυτοί καλόπιστα νόμισαν ότι αν γλείψει ο ένας τις πληγές του άλλου θα είναι αρκετό για να ζήσουν αυτό που άλλοι προσπαθούν όλη τους τη ζωή και πάλι δεν τα καταφέρνουν. Όπως διάβασες και στην αρχή, τελικά τσου. Και τσου γιατί αγάπη και θαλπωρή χωρίς έρωτα, τη θέλουμε (αν τη θέλουμε κιόλας) απ’ το πατρικό μας κι απ’ τους στενούς μας φίλους. Οι υπόλοιποι, όσο καλή πρόθεση ή μονόπλευρος θαυμασμός και να υπάρχει, είναι σαν ένα χωνάκι χωρίς παγωτό μέσα. Κι όπως λέει κι ένα low bap τραγούδι, «ο αετός δε χορταίνει με μια μύγα».
Δεν μπαίνω στη διαδικασία να ορίσω αυτό το κάτι, που χωρίς αυτό -στην καλύτερη περίπτωση- θα έχεις μια ξεπέτα μερικών μηνών ή μια χλιαρή συνύπαρξη με διεκπεραιωτικό σεξ κι αδιάφορες καλημέρες για λίγο παραπάνω. Το έχουν προσπαθήσει πολύ πιο έξυπνοι από μένα και πάλι δεν τα κατάφεραν. Το μόνο που ξέρω και ξέρει όποιος το έχει ζήσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του -και δε θα το ζήσει και πολλές παραπάνω-, είναι ότι ο έρωτας είναι κάτι τόσο ασυμβίβαστο κι άπληστο που τις στιγμές του δεν μπορεί να τις μετρήσει κανένα ρολόι. Αν δε συμβεί αυτό, μην ταλαιπωρείσαι εσύ και μην ταλαιπωρείς και τον άνθρωπο που ματαιοπονεί ότι θα σε κερδίσει, αν δε σε κέρδισε με την πρώτη φορά που σου μίλησε.
«Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι», θα σου πουν. Αν θες να ζήσεις, κι όχι απλά να επιβιώσεις, εσύ ακόμα και στα εννιά θα καρτεράς.
Γιατί πολύ απλά, μια σχέση χωρίς καψούρα, είναι σαν βιολί χωρίς χορδές.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη