Κάπου διάβασα ένα κείμενο για ένα περιστατικό που υποτίθεται ότι συνέβη σε ένα αστικό λεωφορείο. Ένας γέρος άντρας απαίτησε από ένα νεαρό να του παραχωρήσει τη θέση του κι ο νεαρός του το αρνήθηκε γιατί το ζήτησε αυταρχικά. Όταν ο γέροντας άρχισε να γκρινιάζει για το σεβασμό που δε δείχνει η νεολαία, ο πιτσιρικάς τον αποστόμωσε για την Ελλάδα που μας παραδίδει ο γέρος κι οι συνομήλικοί του, παρομοιάζοντάς τους μάλιστα με δήμιους της κοινωνίας μας.
Πραγματικό γεγονός ή μυθοπλασία, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Μόνο και μόνο απ’ τη δημοσιότητα που πήρε, απλά μου αποδεικνύει ότι αν ζω σε σαράντα χρόνια, στα λεωφορεία θα κάθομαι όρθιος.
Εύχομαι αυτή η ιστοριούλα να είναι προϊόν φαντασίας, γιατί το πραγματικά αξιοθρήνητο αν όντως συνέβη, είναι ότι δε βρέθηκε ένας από ολόκληρο λεωφορείο, να επισημάνει στον εκκολαπτόμενο Βελουχιώτη ότι πρώτον ο σεβασμός στα γερόντια δεν είναι θέμα έμπνευσης, αλλά στοιχειώδους ανθρωπιάς και δεύτερον ότι αν η αγανάκτησή σου βρήκε στόχο ένα γεροντάκι σε ένα αστικό, δεν το ξεκινάς σωστά το αντάρτικο, σύντροφε.
Είναι ένα απ’ τα διαχρονικότερα χαρακτηριστικά του Έλληνα να ψάχνει πού θα πετάξει το μπαλάκι. Αυτός ο αιώνιος διχασμός που κατάφεραν για μια ακόμη φορά να τον βάλουν μέσα στα σπίτια μας. Κάποιοι από αυτούς τους γέρους που δε δέχεσαι ότι πρέπει να σέβεσαι, γνώρισαν μια άλλη Ελλάδα, μια Ελλάδα που μπορεί να μην είχε μνημόνια, είχε όμως πείνα. Κάτσε εσύ σαν παιδί να περιμένεις τα συσσίτια που μοίραζαν στη μετά την κατοχή ψωμολυσσώντας μέχρι να έρθει η σειρά σου να πάρεις μια μερίδα φαγητό και μετά έλα να μου πεις αν θα αντάλλαζες την ψήφο σου με την εξασφάλιση μιας ανθρώπινης διαβίωσης.
Τα ίδια παιδιά λίγα χρόνια αργότερα βγήκαν στα πεζοδρόμια κι έκατσαν απέναντι από άρματα για να έχεις εσύ την ελευθερία σήμερα να πετάς την παπαριά σου και να μη φοβάσαι ότι θα βρεθείς σε ένα υπόγειο με χωροφύλακες να σε σαπίζουν στις σφαλιάρες. Κάποιοι από αυτούς τους γέρους έζησαν με στερήσεις που μπροστά στις δικές μας μοιάζουν παιχνίδι για νήπια.
Μπορεί αυτός ο γέρος και κάθε άλλος γέρος σαν αυτόν στη ζωή του να ήταν φοροφυγάς, μπορεί να ήταν μιζαδόρος, μπορεί να κερνούσε το ψηφαλάκι του σε όποιον του έταζε μια θεσούλα στο δημόσιο κι ένα καλό μισθό. Μπορεί να ήταν μέρος της διαπλοκής που μας έφερε στο σημερινό μας χάλι. Φυσικά έχεις τον κοινό νου να αντιληφθείς ότι αυτοί που πραγματικά μας έκαναν μεροκάματο σαν γενιά και βαράμε δωδεκάωρα για 500 ευρώ, δεν κυκλοφορούν με το αστικό λεωφορείο. Αυτοί που η μόνη τους διασκέδαση είναι ένας ελληνικός στο καφενείο της γειτονιάς, όσα «κονόμησαν», τα έδωσαν στα σπίτια τους, στις οικογένειές τους και τη μόρφωση των παιδιών τους που αυτή τη στιγμή είναι γονείς σου.
Εσύ μπορεί να βλέπεις ένα μαύρο μέλλον θα μας περιμένει κι ίσως να έχεις και δίκιο. Αυτός όμως δεν έχει πολύ μέλλον να δει ακόμα. Το τέλος πλησιάζει και το ξέρει. Ό,τι ήταν να κάνει, το έκανε. Και πολύ αμφιβάλλω αν εγώ, εσύ κι όλοι οι μπουχέσες της γενιάς μας θα έβρισκαν το σθένος να αναπεξέλθουμε σε όσα έζησαν αυτοί. Έχουμε πολλά παραπάνω απ’ όσα είχαν εκείνοι κι είμαστε ικανοί για πολύ λιγότερα από εκείνους. Αντίφαση ή ντροπή;
Όχι λοιπόν, λεβέντη, αν θες μια κοινωνία καλύτερη από αυτή που σου παρέδωσαν, διόρθωσέ την εσύ και μην γκρινιάζεις σαν κακομαθημένο πιτσιρίκι που δε στην έδωσαν έτοιμη. Δεν είχαν τα εχέγγυα να καταφέρουν κάτι καλύτερο, δεν είχαν την παιδεία. Αλλά ξέρεις και κάτι; Όταν σαν παιδί μαστίζεσαι από πολέμους και σαν έφηβος από φτώχεια, πείνα, γονείς σε εξορίες ή σε ανεργία λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, ε δεν έχεις και πολύ χρόνο για μόρφωση, δε συμφωνείς;
Κάποιοι θα πουν ότι ο σεβασμός δεν αποδίδεται απλά, αλλά εμπνέεται. Αν δε σε εμπνέει το στραπατσαρισμένο από την κακουχία και τα χρόνια κορμί του και τα άσπρα του μαλλιά, τότε δε θα σε εμπνεύσει τίποτε άλλο, να είσαι σίγουρος. Ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους δεν εμπνέεται,επιβάλλεται -αν θες να λέγεσαι άνθρωπος, πόσο μάλλον πολιτισμένος. Όχι, δεν αγιοποιείται κάποιος επειδή άσπρισαν τα μαλλιά του κι ούτε μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι όλοι οι ηλικιωμένοι. Ακόμα όμως και σε πολέμους, άνθρωποι χωρίς ίχνος ήθους, έδειξαν σε ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα σεβασμό. Οπότε με το να αξιολογείς αν πρέπει να του παραχωρήσεις τη θέση σου στο λεωφορείο ή να του κρατήσεις την πόρτα, απλά σε γελοιοποιεί. Το να τον τιμωρείς κρατώντας τον όρθιο γιατί ψήφισε αυτούς που κι εσύ μια χαρά θα ψήφιζες αν δεν την είχες φάει πρώτα στον κώλο, σε καθιστά το λόγο για τον οποίο θα ζούμε στα μνημόνια μέχρι να πεθάνουν και τα τρισέγγονά μας.
Αυτά τα γεροντάκια, είτε εκείνα τα γλυκομίλητα είτε κάτι άλλα κακομούτσουνα, επιβίωσαν από καταστάσεις που εμείς θα θεωρούσαμε κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι που στη δύση της ζωής τους θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό αν έχουν μια θέση στο λεωφορείο και χρήματα για φαγητό και τα φάρμακά τους, μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης για τα χάλια μας, αλλά είναι αυτοί που έβαλαν πλάτη για να μπορούμε τώρα να ζητάμε το κάτι καλύτερο.
«Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις», που λέει κι η παροιμία. Κι αυτό κι αν είναι ρόδα, φίλε. Γιατί αν ο γέρος στο λεωφορείο θέρισε αυτό που τόσα χρόνια έσπειρε, το νου σου γιατί αυτό σημαίνει ότι εμείς τώρα σπέρνουμε. Κι αν θέλουμε όταν φτάσουμε στη θέση του να θερίσουμε κάτι καλύτερο, τώρα είναι η ώρα να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη