Τρία είναι τα θέματα συζήτησης που μπορούν να μετατρέψουν μια συνομιλία σε καβγά, εντός ελάχιστων δευτερολέπτων. Συζητήσεις που αφορούν πολιτικά, ποδόσφαιρο και θρησκεία. Ο άνθρωπος διακατέχεται απ’ την ανάγκη του να ανήκει κάπου, κι όσο λιγότερο σκέφτεται, τόσο πιο φανατικός υπερασπιστής του χώρου στον οποίο ανήκει γίνεται.
Η διαφορά της θρησκείας με τα άλλα δυο είναι ότι πρώτον την έχουν επιλέξει για σένα όταν βαφτίστηκες, σε όποια θρησκεία κι αν έγινε αυτό, και δεύτερον ότι η γνώση σου πάνω σε αυτή στηρίζεται σε αυτά που έχεις ακούσει ή διαβάσει, κι όχι σε πράγματα που έχεις διαπιστώσει με τα μάτια σου. Το ποδόσφαιρο εφευρέθηκε για να διασκεδάζει, η πολιτική για να οργανώσει την κοινωνία, η θρησκεία;
«Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε» λέει το λαϊκό τραγούδι, κι αυτό ακριβώς το πρόβλημα ήρθε να λύσει η θρησκεία. Το ότι ο άνθρωπος γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα δει το ραδίκι ανάποδα, είναι ένας παράγοντας ανασταλτικός στο να μπει σε καλούπια και να ακολουθήσει κανόνες σπαταλώντας τη ζωή του σε τυποποιημένη καθημερινότητα. Τι θα γίνει όμως αν τον πείσεις ότι ζώντας τη ζωή όπως την ορίσεις εσύ, τον περιμένει μια επόμενη, πολύ καλύτερη από αυτή που ζει τώρα; Πώς θα πείσεις το στρατιώτη να δώσει τη ζωή του για έναν πόλεμο απ’ τον οποίο δεν έχει να κερδίσει ή να χάσει τίποτα εκτός από την ίδια του τη ζωή;
Ο σπερματικός λόγος για το θάνατο έγινε απ’ τους Έλληνες φιλόσοφους της αρχαιότητας, οι οποίοι δεν έβλεπαν τους θεούς του Ολύμπου σαν κριτές αλλά σαν αξίες. Είχαν έναν «αρμόδιο» –για κάθε σημαντικό τομέα της ανθρώπινης ζωής– Θεό, στον οποίο και ζητούσαν το ρουσφετάκι τους σφάζοντας ταλαίπωρα αρνάκια με αντάλλαγμα την προφητεία της μάντισσας που ερχόταν μετά από κάνα δυο μπάφους.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι Έλληνες διδασκόμενοι απ’ τους φιλοσόφους τους, προσέγγιζαν τη ζωή τους σαν αυτή των φύλλων ενός δέντρου. Γέννηση, ανάπτυξη, άνθιση, πέσιμο από το δέντρο το φθινόπωρο και τέλος. Αυτό που έβλεπαν ως ενδοκοσμική αθανασία ήταν το έργο που θα άφηναν για τις επόμενες γενεές. Κι ίσως και να ήταν αυτός ο λόγος του μεγαλείου τους.
Κι ύστερα ήρθε εκείνη η χρυσή τομή που συνδυάζει τυφλή πίστη σε κάτι ανώτερο και πολιτική χειραγώγηση. Πολλές είναι οι νέες θρησκείες που ανέκυψαν. Ο Βουδισμός, ο Σιντοϊσμός, μια δυαδική κινεζική θρησκεία (αυτή με το γινγκ-γιανγκ που έχει κάνει τατουάζ στην πατούσα ο μισός πλανήτης αλλά δεν ξέρει τι σημαίνει) κι αρκετές άλλες. Αλλά οι κυρίαρχες κι ως προς τον αριθμό των πιστών που τις ασπάστηκαν αλλά κι ως προς το αίμα που χύθηκε για να επιβληθούν η μια στην άλλη, δεν είναι άλλες απ’ το Χριστιανισμό και το Μουσουλμανισμό.
Όλες βέβαια έχουν καταλήξει στο σωστό συμπέρασμα. Ο λόγος που υποφέρουμε είναι η επιθυμία. Δε θα ζητήσεις ποτέ κάτι που δεν ξέρεις ότι υπάρχει. Ο Μουσουλμανισμός απλός, ένας προφήτης, ένα βιβλίο. Ο Χριστιανισμός πολύπλοκος. Επιστολές, προφήτες, ευαγγελιστές, πολλά αλληγορικά νοήματα και μεγάλη δυσκολία να τον αντιληφθεί ένας αναλφάβητος. Το κοινό τους όμως, είναι ότι κι οι δυο θρησκείες υπόσχονται μεταθανάτια ζωή. Ο χριστιανός να δουλεύει σε όλη του τη ζωή για ένα συγχωροχάρτι που θα υπέγραφε κάποιος κληρικός στο όνομα του Πάπα και θα του εξασφάλιζε θέση στον παράδεισο, ο μουσουλμάνος αντίστοιχα θα έδινε με αυταπάρνηση τη ζωή του για το Ισλάμ, με αντάλλαγμα παρθένες στην άλλη ζωή.
Όλες οι θρησκείες, όσο πνευματικές κι αν λανσάρονται, απευθύνονται στην ανταπόδοση, την ανταλλαγή. Η «ορμή προς διατήρηση του είδους» όπως λέγεται, δε μας επιτρέπει να σκεφτούμε καν τον εαυτό μας αποκομμένο απ’ τη ζωή. Τρομάζεις έστω και στην ιδέα του θανάτου κι η επίκληση στην πίστη είναι το ύστατο σύνορο που επιβάλλει η ίδια σου η συνείδηση. Κι δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιφατικό απ’ τον κληρικό που ευλογεί τα όπλα, δεν υπάρχει τίποτα πιο υποκριτικό απ’ την «ιστορία» του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ευλόγησε την ελληνική επανάσταση (για την ιστορία, ο συγκεκριμένος δεσπότης όχι απλά δεν την ευλόγησε, αλλά την είχε αφορίσει).
Πραγματικά, ρε χριστιανέ, πιστεύεις ότι ο Θεός σε φυλάει όταν πας να σκοτώσεις έναν άλλο άνθρωπο; Η Παναγία χαίρεται αν θα σκοτώσεις έναν εχθρό; Ή μήπως νομίζεις ότι καλός άνθρωπος είσαι αν καις κεριά και σταυρώνεσαι ενώ στη ζωή σου είσαι ψεύτης κι απατεώνας;
Έχεις αναρωτηθεί για ποιο λόγο το σκιουράκι ή το γουρουνάκι ή το σπουργιτάκι δεν έχουν θρησκεία; Γιατί σε αντίθεση με σένα, δεν ξέρουν ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουν, οπότε δεν τη χρειάζονται. Ο άνθρωπος σταμάτησε να ζει στη φύση εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κι όπως έλεγε κι ο μακαρίτης ο Λιαντίνης, βγήκε έξω από αυτή, κι άρχισε να την περιεργάζεται, θεωρώντας την αντικείμενο. Από εκείνη τη στιγμή, απέκτησε τη γνωστική συνείδηση. Ο φιλόσοφος Καντ έγραψε ότι αυτό που το φίδι που ερέθισε τους πρωτόπλαστους στο προπατορικό αμάρτημα, ήταν το πρώτο «γιατί;» του ανθρώπου.
Μερικούς αιώνες πριν, ο Γαλιλαίος κι ο Νεύτων, δικάστηκαν για τις λογικές τους απορίες κι απόψεις. Εκατομμύρια άλλοι σφαγιάστηκαν για τον ίδιο λόγο, στο βαρύ ποινικό μητρώο της ανθρώπινης ιστορίας. Σήμερα, ο άνθρωπος πια έχει λογική και μόρφωση. Έχει ελευθερίες και βούληση. Η «ψυχή» όπως λέγεται, είναι ένα σύνορο που η ίδια μας η ύπαρξη δεν επιτρέπει να διαβούμε. Και το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι το τέλος της είναι η παύση της βούλησής μας επί της ύλης, την οποία αφήνουμε πλέον να αποδομηθεί. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τίποτε παραπάνω αν δε φθάσουμε ως εκεί, κι αν φθάσουμε, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε.
Με λίγα κι απλά λόγια λοιπόν, είτε είσαι θρήσκος είτε δεν είσαι, δεν ξέρεις. Μπορείς να πιστεύεις ή να μην πιστεύεις, μπορείς να θεωρείς, αλλά δε γνωρίζεις. Γι’ αυτό ζήσε τη ζωή σου έντιμα, μην αδικείς και μην πληγώνεις τους ανθρώπους γύρω σου, γιατί μπορεί τα πρόσφορα και τα κεράκια να μην τα βλέπει κανείς για να συγχωρέσει τα λάθη για τα οποία θα ζητήσεις άφεση.
Θρησκεία είναι η εντιμότητα κι η αξιοπρέπεια. Θρησκεία είναι η καλοσύνη στους γονείς, τα αδέρφια, τους φίλους, τους ανθρώπους μας, αλλά κι όλους τους αγνώστους που θα περάσουν έστω και για λίγο απ’ τη ζωή μας. Αν μας αγαπήσουν αυτοί, θα μας αγαπήσει και το Αφεντικό, όπως κι αν το λένε.
Επιμέλεια Κειμένου Αλέξη Φαραντούρη: Πωλίνα Πανέρη